Δεν υπάρχουν πληροφορίες πως οι αρχαίοι Έλληνες ήξεραν τα εσπεριδοειδή. Τα γνώριζαν ίσως μόνο όσοι ταξίδευαν σε μακρινούς τόπους και ο μύθος των Εσπερίδων φαίνεται πως συμβολίζει την επιθυμία των Ελλήνων ν’ αποκτήσουν τους γλυκόχυμους και νόστιμους αυτούς καρπούς, που καλλιεργούνταν στην Ασία.
Τα εσπεριδοειδή, γνωστά και ως “ξινά”, κατάγονται από τις χώρες της Νότιας και Ανατολικής Ασίας, όπου επικρατεί τροπικό ή υποτροπικό κλίμα. Τα περισσότερα είδη ωστόσο έχουν την ικανότητα να προσαρμόζονται σε θερμοκρασίες από 13 – 17°C.
Αρχικά καλλιεργούνταν μόνο στις Ινδίες, την Κίνα και την Ιαπωνία κι από εκεί εξαπλώθηκαν σ’ όλες τις χώρες που έχουν κατάλληλο κλίμα (δροσερό) και έδαφος (αμμοαργιλώδες). Τα εσπεριδοειδή ευδοκιμούν πολύ στην Ελλάδα και ιδιαίτερα στα παράλια μέρη και νησιά. Πολλαπλασιάζονται με μπόλιασμα και καταβολάδες, αλλά ο καλύτερος τρόπος πολλαπλασιασμού τους είναι με σπόρους νεραντζιάς και κατόπιν με μπόλιασμα του μικρού δέντρου στην ποικιλία που θέλουμε
Δεν υπάρχουν πληροφορίες πως οι αρχαίοι Έλληνες ήξεραν τα εσπεριδοειδή. Τα γνώριζαν ίσως μόνο όσοι ταξίδευαν σε μακρινούς τόπους και ο μύθος των Εσπερίδων φαίνεται πως συμβολίζει την επιθυμία των Ελλήνων ν’ αποκτήσουν τους γλυκόχυμους και νόστιμους αυτούς καρπούς, που καλλιεργούνταν στην Ασία, ο οποίος είναι και ο τόπος καταγωγής αυτών των δέντρων. Σήμερα η καλλιέργειά τους στην Ελλάδα έχει εξαπλωθεί πολύ και γίνεται μεγάλη εξαγωγή, παρά τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι παραγωγοί λόγω του ανταγωνισμού. Στην Ελλάδα καλλιεργούνται κυρίως η πορτοκαλιά, η λεμονιά και η μανταρινιά, ενώ σε μικρότερη κλίμακα το γκρέϊπ-φρουτ. Υπάρχουν επίσης και κάποιες εκτάσεις με κιτριές και νερατζιές, ενώ στην Κέρκυρα καλλιεργείται το κουμ – κουάτ.
Πιο συγκεκριμένα στην Ελλάδα καλλιεργούνται περίπου 400.000 στρέμματα εσπεριδοειδών και η Ελλάδα κατατάσσεται στην 5η θέση ανάμεσα στις εσπεριδοπαραγωγές χώρες της Μεσογείου.
Τα εσπεριδοειδή εμφανίζονται στην αγορά καθ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου, ωστόσο η καλύτερη εποχή για να τα γευτούμε είναι μεταξύ Νοέμβρη και Φλεβάρη.
Στην Ελλάδα υπάρχουν περίπου 160 ποικιλίες πορτοκαλιών. Οι πιο σημαντικές είναι οι Βαλέντσια, Χίου, Άρτας, Σουλτανί του Φόδελε, Σαγκουίνι και η πλέον διαδεδομένη και επιτυχημένη ποικιλία Μέρλιν.
Το μανταρίνι δεν είναι μεσογειακό φρούτο. Η καλλιέργειά του ανάγεται πριν τρεις χιλιάδες χρόνια στην Κίνα. Επίσης, πήραν το όνομά τους από τους Μανδαρίνους, τους ανώτερους κρατικούς αξιωματούχους της κινεζικής αυτοκρατορίας, λόγω του χρώματος που είχαν οι στολές τους αλλά και γιατί τα αντάλλασσαν ως δώρα.
Στη χώρα μας ήρθαν το 1827, από το Ρώσο Λογγίνο Χέυδεν, ο οποίος ήταν ένας από τους τρεις δυτικούς ναυάρχους στη Ναυμαχία του Ναυαρίνου. Άρεσαν στους Έλληνες και έτσι άρχισε η καλλιέργειά τους. Η χιώτικη ποικιλία θεωρείται μια από τις καλύτερες στον κόσμο.
Η ονομασία των εσπεριδοειδών αντλεί την προέλευσή της από την ελληνική μυθολογία και τους δώδεκα άθλους του Ηρακλή, για την ακρίβεια από τον κήπο των Εσπερίδων από όπου προέρχονταν τα χρυσά μήλα. Ήταν τα γαμήλια δώρα της Γαίας στην Ήρα και δεν ήταν συνηθισμένα φρούτα, όποιος τα έτρωγε γινόταν αθάνατος. Αυτός ήταν ο έβδομος άθλος του Ηρακλή, ο οποίος θα έπρεπε να τα κλέψει. Το εν λόγω θέμα έδωσε έμπνευση, ανά τους αιώνες, σε πάρα πολλά έργα τέχνης.
Επίσης, οι Εσπερίδες ήταν οι κόρες της εσπέρας που στα νέα ελληνικά μεταφράζεται ως «το δυτικό μέρος του κόσμου». Παραδόξως, από τη Δύση ήρθαν στην Ευρώπη τα πρώτα γλυκά πορτοκάλια. Το δέκατο αιώνα τα έφερε από την Ινδία στην Πορτογαλία ο Vasco da Gama. Μια άλλη εκδοχή λέει πως τα έφερε από την Κίνα. Η ελληνική λέξη πορτοκάλι υποδηλώνει την πορτογαλική προέλευση του φρούτου.