Ερώτηση προς τα Υπουργεία Περιβάλλοντος και Ενέργειας και Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων υπέβαλλε ο Ανεξάρτητος Βουλευτής, Γιάννης Σαρακιώτης, ο οποίος σημειώνει χαρακτηριστικά πως η μη άρδευση χιλιάδων στρεμμάτων στη Λοκρίδα μεγαλώνει τον κίνδυνο ερημοποιήσης της περιοχής.
Το κείμενο της ερώτησης:
Θέμα: «Ορατός ο κίνδυνος μη άρδευσης χιλιάδων στρεμμάτων αγροτικών καλλιεργειών στη Δυτική Λοκρίδα Φθιώτιδας και την Κεντροδυτική Βοιωτία».
«Ένα από τα μείζονα ζητήματα τα οποία απασχολούν εδώ και καιρό τους αγρότες της ευρύτερης περιοχής της Δυτικής Λοκρίδας Φθιώτιδας και της Κεντροδυτικής Βοιωτίας, είναι η εκ μέρους της Εταιρείας Ύδρευσης και Αποχέτευσης Πρωτεύουσας (ΕΥΔΑΠ) επικείμενη επανεκκίνηση της λειτουργίας παλαιών κρατικών γεωτρήσεων.
Σύμφωνα με δημοσιεύματα, η εν λόγω πρωτοβουλία θέτει ως στόχο την αύξηση του όγκου υδροδότησης του αστικού κέντρου των Αθηνών, χωρίς προηγουμένως να έχουν ολοκληρωθεί τα αναγκαία αντισταθμιστικά έργα επί του αρδευτικού δικτύου.
Όπως επίσης επισημαίνεται, η υλοποίηση αυτής της ενέργειας εκτιμάται ότι, θα μειώσει την επάρκεια των υδατικών ροών σε σχεδόν 470.000 στρέμματα εκτάσεων τα οποία εκτείνονται σε περιοχές που βρίσκονται εντός του Δήμου Αμφίκλειας – Ελάτειας (Ελάτεια, Κάτω Τιθορέα, Λευκοχώρι, Σφάκα κ.α.).
Εξ αυτών περίπου 300.000 στρέμματα υπολογίζονταν να καλλιεργηθούν με βαμβάκι και καλαμπόκι την προσεχή άνοιξη, με αποτέλεσμα τυχόν υλοποίηση της διαφαινόμενης ως προγραμματισμένης ενέργειας, να έχει ήδη γεννήσει μεγάλη ανησυχία και αναστάτωση σε ότι αφορά τον προγραμματισμό των καλλιεργειών και τη δυνατότητα άρδευσής τους.
Σύμφωνα με καταγεγραμμένες μαρτυρίες παραγωγών της περιοχής οι γεωτρήσεις αυτές έχουν να λειτουργήσουν για πάνω από 20 χρόνια (αναφέρονται τα έτη 1990 και 2003). Όταν δε, λειτούργησαν οι συνέπειες ήταν εξαιρετικά δυσμενείς για την τοπική αγροτική παραγωγή, για αυτό άλλωστε και η διακοπή της λειτουργίας τους αποτέλεσε τη μόνη επιλογή.
Πέραν τούτων, ο αναφερόμενος φορέας, φαίνεται να αγνοεί επιδεικτικά, αντικειμενικά προβλήματα τα οποία ήδη πλήττουν τις καλλιέργειες στην περιοχή, με κορωνίδα αυτών τη λειψυδρία. Σύμφωνα με μαρτυρίες το αρδευτικό νερό ίσα ίσα έφτασε το 2023 και το 2024 για τις εαρινές καλλιέργειες και τη μηδική, ενώ υπάρχουν μεγάλες ανησυχίες για το πώς αυτό θα καταστεί εφικτό κατά το τρέχον έτος.
1.Το ως άνω πρόβλημα μάλιστα, σε συνδυασμό με πολλά άλλα (π.χ. αυξημένο κόστος παραγωγής, κ.α.) κυριαρχεί εδώ και μεγάλο χρονικό διάστημα στη δημόσια συζήτηση που λαμβάνει χώρα σε περιφερειακό και τοπικό επίπεδο. Στο πλαίσιο αυτό εκπρόσωποι των αγροτών έχουν ήδη θέσει υπ’ όψιν των φορέων της αυτοδιοίκησης τα αυξημένα θέματα που έχουν με την άρδευση, την ξηρασία και την εξαιρετικά μειωμένη παραγωγή προϊόντων, καθώς και επίσης τον κίνδυνο να μην λάβουν τις δικαιούμενες στρεμματικές ενισχύσεις λόγω μειωμένων αποδόσεων που δεν φτάνουν το πλαφόν (π.χ. στο βαμβάκι).
Τέλος, γίνεται λόγος για μεγάλη απώλεια εισοδήματος που καταγράφηκε το έτος 2024 εξαιτίας του γεγονότος ότι, μεγάλες καλλιεργήσιμες εκτάσεις δενκατάφεραν να αρδευτούν, ενώ τονίζεται ότι, στην ως άνω αναφερόμενη περιοχή δεν έχει ανακοινωθεί κανένα αρδευτικό έργο μέσω του «Προγράμματος Ύδωρ 2.0».
2. Επειδή, σύμφωνα με τα καταγραφόμενα στοιχεία και μαρτυρίες, είναι ορατός ο κίνδυνος της μη άρδευσης 300.000 στρεμμάτων αγροτικών καλλιεργειών στη Δυτική Λοκρίδα Φθιώτιδας και την Κεντροδυτική Βοιωτία, αλλά και της εμφάνισης προβλημάτων με ύδρευση των περιοχών αυτών.
Επειδή, η διαφαινόμενη ως προγραμματισμένη εκ μέρους της Εταιρείας Ύδρευσης και Αποχέτευσης Πρωτεύουσας (ΕΥΔΑΠ) επανεκκίνηση της λειτουργίας των παλαιών κρατικών γεωτρήσεων αναμένεται να επισυμβεί χωρίς προηγουμένως να έχουν ολοκληρωθεί τα αναγκαία αντισταθμιστικά έργα επί του αρδευτικού δικτύου.
Επειδή, οι γεωτρήσεις αυτές έχουν να λειτουργήσουν για πάνω από 20 χρόνια
και όταν αυτές λειτούργησαν, οι συνέπειες ήταν εξαιρετικά δυσμενείς για την τοπική
αγροτική παραγωγή».