O Άγγλος ιστορικός Τζορτζ Φίνλεϊ στην «Ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης» υπογραμμίζει ότι η δύναμη του έθνους έγκειται στον αγροτικό πληθυσμό, ενώ ο ίδιος εξάρει την ικανότητα και την αγωνιστικότητα των αγροτικών πληθυσμών να φέρουν εις πέρας την επανάσταση του ‘21.
Oι Έλληνες αγρότες ήταν πάντα μια κοινωνική ομάδα χωρίς πολλά δικαιώματα αλλά με έντονη την αγάπη για την πατρίδα. Κατά τη διάρκεια της επανάστασης του 1821 οι περισσότεροι αγωνιστές προερχόταν από την τάξη των αγροτών. Μάλιστα ο Άγγλος ιστορικός Τζορτζ Φίνλεϊ στην «Ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης» υπογραμμίζει ότι η δύναμη του έθνους έγκειται στον αγροτικό πληθυσμό, ενώ ο ίδιος θα εξάρει την ικανότητα και την αγωνιστικότητα των αγροτικών πληθυσμών να φέρουν εις πέρας την επανάσταση.
Σύμφωνα με τον ιστορικό Δημήτρη Παναγιωτόπουλο “οι Έλληνες αγρότες και χωρικοί ακολούθησαν τις επαναστατικές ιδέες και έλαβαν μέρος τον αγώνα αποτελώντας τη μεγάλη μάζα των αγωνιστών της ελευθερίας”.
Αν και πλήρωσαν με το αίμα τους τον αγώνα για την ελευθερία ,μετά την απελευθέρωση θα καθυστερήσει τη διανομή της γης στους αγρότες. Θα εθνικοποιήσει όσα ανήκαν στους Οθωμανούς και θα παραχωρήσει στους αγρότες γαίες με αντάλλαγμα τη φορολογία.
Η διανομή θα αναχθεί σε μείζον θέμα όλο το 19ο αιώνα και θα αποκτήσει άλλη διάσταση μετά την προσάρτηση της Θεσσαλίας το 1881, αλλά και μετά την προσάρτηση νέων εδαφών κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων το 1912.
Όπως αναφέρει ο Γιώργος Δερτιλής στην «Ιστορία του Ελληνικού Κράτους», παρά το γεγονός ότι η βάση της διατροφής για τους πληθυσμούς στην Ευρώπη ήταν τα δημητριακά και μετά το 17ο αιώνα η πατάτα, στα ελληνικά νησιά και το μεγαλύτερο μέρος της επικράτειας, οι συνθήκες δεν ευνοούσαν την καλλιέργειά τους.
Η καλλιέργεια ήταν περιορισμένη και εντοπιζόταν στις λίγες πεδιάδες και μόλις κάλυπτε τις διατροφικές ανάγκες λίγων μηνών. Οι οικογένειες καλλιεργούσαν σιτάρι, ζούσαν όμως πάντα με την απειλή της σιτοδείας και του λιμού. Η απόδοση των καλλιεργειών ήταν ασταθής και απρόβλεπτη, με προβλήματα να δημιουργούνται από τις καιρικές συνθήκες, τις ασθένειες των φυτών, αλλά και την υπερπαραγωγή. Η τυπική μέση οικογένεια στηριζόταν στις δύο ή τρεις βασικές καλλιέργειες, δημητρικά-ελαιουργικά-αμπελουργικά και σε συμπληρωματικές δραστηριότητες όπως η οικόσιτη κτηνοτροφία. Στο κομμάτι της κτηνοτροφίας, η Ελλάδα ήταν μια χώρα χωρίς μεγάλες πεδιάδες, όπως οι ευρωπαϊκές, αλλά ιδανική για τη νομαδική κτηνοτροφία και την αιγοτροφία, κάτι χαρακτηριστικό στη βαλκανική χερσόνησο. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει σε όλες σχεδόν της αγροτικές κοινωνίες οι «πλούσιοι» δεν είναι οι γεωργοί αλλά η κτηνοτρόφοι.
Την περίοδο της Τουρκοκρατίας οι πληθυσμοί των χωρικών ήταν υποχρεωμένοι να καταβάλουν τη δεκάτη: σε κάθε δέκα ίσα μέρη αγροτικής παραγωγής, το ένα μέρος το έπαιρνε ο εκπρόσωπος των Οθωμανών. Αυτό δεν θεωρούταν φόρος, αλλά δικαίωμα ιδιοκτησίας, καθώς όλες οι γαίες ανήκαν στο Σουλτάνος και το κράτος υπενοικίαζε συνήθως το δικαίωμα είσπραξης της δεκάτης σε τοπικούς άρχοντες.
Μετά την επανάσταση το φορολογικό σύστημα έμεινε προσωρινά το ίδιο, ενώ καταργήθηκε ο κεφαλικός φόρος και θεσπίστηκαν από το Βουλευτικό :
Η δεκάτη διατηρήθηκε για όλους τους καρπούς και τα γεννήματα, εκτός από το ρύζι όπου οι αγρότες έπρεπε να δίνουν τα δύο δέκατα της σοδειάς, ενώ όσοι καλλιεργούσαν πρώην τουρκικά κτήματα που είχαν περιέλθει στην κατοχή της διοικήσεως των Ελλήνων έπρεπε να αποδώσουν τα τρία δέκατα.
Όταν ο Καποδίστριας έγινε κυβερνήτης της Ελλάδας βρήκε το λαό αγανακτισμένο τόσο με τους φόρους όσο και με αυτούς που νοίκιαζαν τις γαίες, δηλαδή τους προύχοντες και τους καπεταναίους.
Οι αγρότες ήταν υποχρεωμένοι να παίρνουν από αυτούς την άδεια για το θερισμό, τον τρύγο, το αλώνισμα και τη μεταφορά των προϊόντων και πλήρωναν σε είδος πολύ περισσότερο από το 10% καθώς έπεφταν θύματα εξαπάτησης κατά τη μέτρηση και τη ζύγιση από υπαλλήλους που είχαν δωροδοκηθεί.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ «ΕΛΛΗΝΑΣ ΑΓΡΟΤΗΣ»