Η κοπριά είναι οργανικό λίπασμα που προέρχεται κυρίως από τα περιττώματα των ζώων, συχνά αναμεμειγμένα με άχυρο ή άλλα φυτικά υλικά.
Χρησιμοποιείται ευρέως στη γεωργία για τη βελτίωση της γονιμότητας του εδάφους, παρέχοντας απαραίτητα θρεπτικά συστατικά, όπως άζωτο, φώσφορο και κάλιο.
Γράφει ο Νικόλαος Μαγγίνας, Δασολόγος
Υπάρχουν διάφορα είδη κοπριάς, ανάλογα με την προέλευσή της: Κοπριά βοοειδών (αγελάδες, βόδια). Κοπριά προβάτων ή αιγών. Κοπριά αλόγων. Κοπριά πουλερικών (κότες, γαλοπούλες). Ωστόσο, χρειάζεται προσοχή, καθώς η φρέσκια κοπριά μπορεί να είναι πολύ ισχυρή και να προκαλέσει καύση των φυτών ή ρύπανση των υπόγειων υδάτων αν δεν χρησιμοποιηθεί σωστά.
Συνήθως συνιστάται η ωρίμανση ή η κομποστοποίησή της πριν από την εφαρμογή στο έδαφος. Η κοπριά αποτελεί βασικό παράγοντα για τη βελτίωση της παραγωγικότητας και της ποιότητας των γεωργικών καλλιεργειών. Χρησιμοποιείται παραδοσιακά σε διάφορες καλλιέργειες για να εμπλουτίσει το έδαφος με οργανική ύλη και θρεπτικά συστατικά που χρειάζονται τα φυτά για την ανάπτυξή τους. Ενισχύει τους μικροοργανισμούς του εδάφους, οι οποίοι παίζουν σημαντικό ρόλο στη διάσπαση οργανικών υλικών και στην απελευθέρωση θρεπτικών ουσιών.
Η κοπριά, όταν χρησιμοποιείται σωστά, είναι ένας οικονομικός και φιλικός προς το περιβάλλον τρόπος λίπανσης, που μπορεί να προσφέρει μακροχρόνια οφέλη στη γεωργία, ενισχύοντας την αειφορία και τη βιωσιμότητα των καλλιεργειών. Αποτελεί πολύτιμη οργανική ύλη στη γεωργία και την καλλιέργεια, με πολλαπλά οφέλη για το έδαφος και τις καλλιέργειες. Ακολουθούν οι βασικοί λόγοι που την καθιστούν σημαντική.
Βελτίωση της δομής του εδάφους: Η κοπριά αυξάνει την ικανότητα συγκράτησης νερού και αερισμού του εδάφους, ενισχύοντας τη δομή του και την αντοχή του στη διάβρωση.
Προσθήκη θρεπτικών στοιχείων: Περιέχει σημαντικά θρεπτικά συστατικά όπως άζωτο (Ν), φώσφορο (P) και κάλιο (K), τα οποία είναι απαραίτητα για την ανάπτυξη των φυτών. Περιέχει επίσης μικροθρεπτικά συστατικά όπως μαγνήσιο, ασβέστιο και θείο.
Βελτίωση της γονιμότητας: Ενισχύει τη μικροβιακή δραστηριότητα του εδάφους, βελτιώνοντας την αποσύνθεση οργανικών ουσιών και την παραγωγή θρεπτικών στοιχείων.
Αύξηση της οργανικής ύλης: Η οργανική ύλη βοηθά στη διατήρηση της υγρασίας και στην προώθηση της υγιούς ανάπτυξης των καλλιεργειών.
Μακροχρόνια βελτίωση της απόδοσης: Η κοπριά συμβάλλει στην αργή απελευθέρωση των θρεπτικών συστατικών, προσφέροντας σταθερή υποστήριξη στις καλλιέργειες για μεγαλύτερο διάστημα.
Ποιότητα κοπριάς και εφαρμογή: Η ποιότητα της κοπριάς εξαρτάται από το είδος των ζώων, τη διατροφή τους, καθώς και τον τρόπο αποθήκευσης και επεξεργασίας της. Η βοοτροφική κοπριά είναι πλούσια σε οργανική ύλη, ενώ η κοπριά κοτόπουλου είναι υψηλότερη σε περιεκτικότητα αζώτου. Η σωστή εφαρμογή της είναι απαραίτητη για την αποφυγή υπερβολικών συγκεντρώσεων νιτρικών που μπορεί να βλάψουν το περιβάλλον.
Αντί για πάνω να πάει κάτω και αντίστοιχη αλλαγή στο μικρό της δεξιάς σελίδας, να πάει πάνω.
Η μείωση της χρήσης ακάλυπτης αποθήκευσης υγρής κοπριάς μειώνει τους περιβαλλοντικούς κινδύνους. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, το 57% των εκμεταλλεύσεων με υποδομή αποθήκευσης κοπριάς διέθεταν αποθήκες στερεάς κοπριάς, το 16% είχε στεγασμένες εγκαταστάσεις για υγρή κοπριά, το 10% είχε συστήματα βαθιάς απορριμμάτων, το 6% είχε λάκκους κάτω από τον περιορισμό των ζώων, το 5% είχε αποθήκευση υγρής κοπριάς χωρίς κάλυψη και το υπόλοιπο 6% είχε αποθήκευση κοπριάς σε άλλες εγκαταστάσεις. Το μερίδιο των εκμεταλλεύσεων με ακάλυπτες εγκαταστάσεις αποθήκευσης υγρής κοπριάς στην ΕΕ μειώθηκε κατά 5 ποσοστιαίες μονάδες μεταξύ 2010 και 2020. Οι εγκαταστάσεις αποθήκευσης υγρής κοπριάς χωρίς κάλυμμα, όπως ακάλυπτες λιμνοθάλασσες, δεξαμενές ή λίμνες κοπριάς, παρουσιάζουν περιβαλλοντικό κίνδυνο λόγω των εκπομπών αμμωνίας (NH 3) και της έκπλυσης ή της απορροής θρεπτικών ουσιών σε επιφανειακά και υπόγεια ύδατα.
Παραδοσιακή πρακτική στην Ελλάδα
Σε περιοχές που έχουν στραφεί στη βιολογική γεωργία η κοπριά αποτελεί σημαντική πηγή φυσικής θρέψης. Η άναρχη διαχείρισή της προκαλεί φαινόμενα ευτροφισμού και μια γενικότερη μόλυνση του υδροφόρου ορίζοντα.
Οι Έλληνες αγρότες, εδώ και αιώνες, εκμεταλλεύονται την κοπριά για να βελτιώσουν τη γονιμότητα του εδάφους και να αυξήσουν την παραγωγή στις διάφορες καλλιέργειες.
Η κοπριά προέρχεται κυρίως από: Βοοειδή (αγελάδες, βόδια) σε περιοχές με έντονη γαλακτοπαραγωγή και κτηνοτροφία. Πρόβατα και κατσίκες, ιδιαίτερα σε ορεινές και ημιορεινές περιοχές της Ελλάδας (π.χ., Ήπειρος, Θεσσαλία). Πουλερικά (κότες, γαλοπούλες), συνήθως σε μικρότερη κλίμακα. Αλογοτροφία, ειδικά σε περιοχές όπου εκτρέφονται άλογα για εργασίες ή τουρισμό (π.χ., νησιά).
Οι χρήσεις της κοπριάς στην ελληνική γεωργία είναι πολλές και διαδεδομένες.
Ελαιώνες (Κρήτη, Πελοπόννησος), αμπελώνες (Νεμέα, Σαντορίνη) και καλλιέργειες εσπεριδοειδών (Άργος, Χανιά) επωφελούνται από την εφαρμογή καλά ωριμασμένης κοπριάς.
Δημητριακά και σιτηρά: Σε περιοχές όπως η Θεσσαλία και η Μακεδονία, χρησιμοποιείται για την ενίσχυση της παραγωγής σε καλλιέργειες σιταριού, κριθαριού και καλαμποκιού.
Κηπευτικά: Ντομάτες, κολοκύθια και άλλα λαχανικά σε περιοχές όπως η Κρήτη και η Βόρεια Ελλάδα, όπου η κοπριά αυξάνει την απόδοση και βελτιώνει την ποιότητα των προϊόντων.
Πλεονεκτήματα
Η χρήση της κοπριάς στην Ελλάδα έχει πολλά πλεονεκτήματα: Προστασία από την υποβάθμιση του εδάφους. Σε πολλές περιοχές με έντονη καλλιέργεια (π.χ., Θεσσαλία), η οργανική ύλη από την κοπριά προστατεύει το έδαφος από τη διάβρωση και την απώλεια θρεπτικών συστατικών.
Σε αγροτικές περιοχές με κτηνοτροφία, οι παραγωγοί επωφελούνται από τη δωρεάν ή φθηνή πρόσβαση σε οργανικά λιπάσματα. Σε περιοχές που έχουν στραφεί στη βιολογική γεωργία (π.χ., Λακωνία, Καλαμάτα), η κοπριά αποτελεί σημαντική πηγή φυσικής θρέψης. Η χρήση κοπριάς στην Ελλάδα συνδέεται άμεσα με τη μετάβαση σε πιο αειφορικές γεωργικές πρακτικές. Η ενίσχυση των υποδομών κομποστοποίησης, η εκπαίδευση των αγροτών και η προώθηση της βιολογικής γεωργίας μπορούν να συμβάλουν στη μεγιστοποίηση των οφελών της κοπριάς, μειώνοντας παράλληλα τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις.
Οι τέσσερις στις δέκα αγροτικές εκμεταλλεύσεις που βρίσκονται στην ΕΕ το 2020 διέθεταν εγκαταστάσεις αποθήκευσης κοπριάς με τις περισσότερες απ’ αυτές να βρίσκονται σε φάρμες με περισσότερα ζώα, ενώ μειώθηκαν κατά 5% μεταξύ του 2010 – 2020 οι εκμεταλλεύσεις με αποθήκες υγρής κοπριάς χωρίς κάλυψη.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat το 2020 περισσότερες από τις μισές εκμεταλλεύσεις είτε αποθήκευαν στερεή ή/και υγρή κοπριά στις αποθήκες στις εγκαταστάσεις είτε στερεή κοπριά στο χωράφι, καλυμμένη ή όχι. Τα υψηλότερα ποσοστά εκμεταλλεύσεων με εγκαταστάσεις αποθήκευσης κοπριάς ήταν στη Σλοβενία (99,9%), στη Λετονία (98,8%) και στην Εσθονία (92,3%).
Αντίθετα, τα χαμηλότερα μερίδια καταγράφηκαν στην Κύπρο (7%), στην Ελλάδα (11%) και στην Ιταλία (18%). Στην Ελλάδα η ζωική κοπριά απορρίπτεται ή στην καλύτερη περίπτωση διαχειρίζεται ως λίπασμα άναρχα με αποτέλεσμα να δημιουργούνται διάφορα προβλήματα στις καλλιέργειες, ενώ ταυτόχρονα αποβάλλεται στην ατμόσφαιρα μεθάνιο που είναι υπεύθυνο για το φαινόμενο του θερμοκηπίου 21 φορές περισσότερο από το διοξείδιο του άνθρακα.
Επιπλέον η άναρχη διαχείριση της κοπριάς προκαλεί φαινόμενα ευτροφισμού και μια γενικότερη μόλυνση του υδροφόρου ορίζοντα, με αρνητικές συνέπειες σε άλλους τομείς της οικονομίας.
Θρεπτικά στοιχεία που χρειάζεται το χώμα
Αμερικανοί επιστήμονες που επισκέπτονται κάθε χρόνο τις περουβιανές Άνδεις είδαν το ερημικό τοπίο να αλλάζει χάρη στα βικούνια, άγριους συγγενείς των εξημερωμένων λάμα και των αλπακά. Η κοπριά τους προσφέρει τα θρεπτικά συστατικά που χρειάζεται το γυμνό χώμα για να φυτρώσουν φυτά, αναφέρει η ερευνητική ομάδα στο Scientific Reports, επιθεώρηση του ομίλου Nature. Τα βικούνια είναι ένα από τα λίγα είδη ζώων που επισκέπτονται το αλπικό τοπίο καθώς οι παγετώνες των Άνδεων υποχωρούν λόγω της κλιματικής αλλαγής. Το έδαφος που αποκαλύπτεται είναι βραχώδες, ξηρό και εξαιρετικά φτωχό σε άζωτο, φώσφορο και κάλιο, στοιχεία που χρειάζονται για την ανάπτυξη των φυτών.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ «ΕΛΛΗΝΑΣ ΑΓΡΟΤΗΣ»