Η κοινωνία της Ερεσού, στη Λέσβο, μέχρι περίπου τις δεκαετίες 1960-70 ήταν οργανωμένη σε συντεχνίες επαγγελματιών, τα λεγόμενα «ισνάφια». Η λέξη προέρχεται από την τουρκική «esnaf», έννοια που δηλώνει τον τεχνίτη αλλά και την κοινωνική τάξη. Τα σινάφια ήταν επαγγελματικά σωματεία, συντεχνίες ή συνεταιρισμοί από μέλη με συναφή επαγγέλματα ή ασχολίες με τις οποίες κέρδιζαν τα προς το ζην και διακατέχονταν από κοινά συμφέροντα και επιδιώξεις.
Ο θεσμός αυτός άρχισε ήδη από τα βυζαντινά χρόνια και συνέχισε να διαμορφώνει την τοπική κοινωνία έως τα μέσα του προηγούμενου αιώνα.
Σύμφωνα με τον Νικόλαο Καρύδη, θεολόγο-ερευνητή, η σχέση των κατοίκων το χωριού με το φυσικό περιβάλλον και οι κοινές ασχολίες τους διαμόρφωσαν τον τοπικό αγροτικό πολιτισμό, στο πλαίσιο του οποίου οργανώθηκαν κυρίως δύο μορφές συνεργατισμών, η μια ίσως πιο εξελιγμένη κι άλλη πιο πρωτόγονη, όπως αποτυπώθηκαν στο κοινωνικό γίγνεσθαι της ερεσιώτικης κοινωνίας. Οι κύριες αυτές συντεχνιακές δομές ήταν αυτή των ζευγάδων και η άλλη των τσοπάνηδων ή ποιμένων, καθεμία εκ των οποίων διαμόρφωσε έναν ξεχωριστό πολιτισμό, έναν γεωργικό κι έναν ποιμενικό αντίστοιχα, με διαφορές και ομοιότητες στις συνήθειες και τις ασχολίες.
Ηταν πιο ανεξάρτητοι, καθώς διέθεταν τα σύνεργά τους, είχαν ένα περιβόλι να καλλιεργούν, έτρωγαν κι έδιναν και σε άλλους
Οι ζευγάδες ήταν πιο ανεξάρτητοι, καθώς διέθεταν τα σύνεργά τους, είχαν ένα περιβόλι να καλλιεργούν, έτρωγαν κι έδιναν και σε άλλους. Οπως αναφέρεται και στην πιο πάνω μαρτυρία οι τσοπάνηδες ζούσαν απομονωμένα στις μάντρες, ενώ οι γεωργοί εργάζονταν με όλη την οικογένεια στα χωράφια. Λειτουργούσε ο θεσμός της βοηθητικής εργασίας μεταξύ γειτόνων, φίλων και συγγενών, γνωστός σαν «δανεικαριές», δηλαδή δανεικές εργασίες. Ηταν οργανωμένοι σε ευρύτερες ομάδες, τους «νταϊφάδες» και η μια βοηθούσε την άλλη στο όργωμα, το φύτεμα της γης και στη γενικότερη περιποίηση των χωραφιών.
Οι τσοπάνηδες ήταν πιο φτωχοί και πιο ταλαιπωρημένοι. Οι εργασίες τους απαιτούσαν μεγαλύτερο κόπο και περισσότερο ιδρώτα, γι’ αυτό σε πολλά κομμάτια της εργασίας τους συμμετείχαν όλα τα μέλη της οικογένειας. Η ζωή τους ήταν πιο συλλογική. Τα πιο παλιά χρόνια οι φτωχοί τσοπάνηδες ήταν πιο εξαρτημένοι από τ’ αφεντικά τους, γιατί τα πρόβατα απαιτούσαν εκτάσεις γης για βοσκή και η γη ανήκε σε λίγους. Αυτό είχε αποτέλεσμα να υπάρχουν προστριβές και κοινωνικοί διαχωρισμοί.
Οι τσοπάνηδες ήταν κι εκείνοι, όπως οι ζευγάδες, οργανωμένοι σε σινάφι, αυτό των ποιμένων. Στο τέμπλο του καθολικού της Ι.Μ. Πιθαρίου υπάρχει αφιερωμένη η εικόνα του αγίου Ιωάννου του Προδρόμου, η οποία φιλοτεχνήθηκε από τον αγιογράφο Α.Β. Ιωαννίδη το 1864 με δαπάνες της συντεχνίας των ποιμένων, όπως μαρτυρεί η επιγραφή της εικόνος. Το στοιχείο αυτό αποτελεί τεκμήριο της ύπαρξης του ποιμενικού συνασπισμού της Ερεσού κατά τον 19ο αιώνα. Εκείνοι τιμούσαν τον άγιο Σπυρίδωνα στις 12 του Δεκέμβρη κι έκαναν το πανηγύρι στον άγιο Κωνσταντίνο. Παρέθεταν το σδροσίν’ των κολλύβων και άρτους και το τελετουργικό ήταν το σύνηθες.
Ο θεσμός των ισναφιών εξέλειψε από την Ερεσό ήδη από τα τέλη του προηγούμενου αιώνα, με την αναχώρηση της παλιάς γενιάς Ερεσίων, άξιοι εκπρόσωποι της οποίας ήταν όσοι ανώτερα αναφέραμε. Μπορεί να χάθηκε το συνεταιριστικό αυτό πνεύμα, μα πολλές συνήθειες και μνήμες παρέμειναν ανεξίτηλες στο υποσυνείδητο της ερεσιώτικης κοινωνίας. Ισως οι διακρίσεις ατύπως και ανεπαισθήτως να παρέμειναν μεταξύ των δύο αυτών δομών, χωρίς κάποια οικονομική ή κοινωνική απόρροια. Οι τσοπάνηδες συνέχισαν να διατηρούν ένα διακριτό στρώμα μέσα στη γενικότερη ετερογένεια, ωστόσο οι ζευγάδες παραμένουν μόνο ως ένα στοιχείο που διαμόρφωσε την κοινωνική Ιστορία του τόπου μας. Η Ερεσός συνεχίζει να θεωρείται ένας χώρος στον οποίο στηρίχτηκε και αναπτύχθηκε η κτηνοτροφία και ο ποιμενικός πολιτισμός.