Η Αυστραλία είναι ένας μεγάλος καταναλωτής ελαιολάδου με ραγδαία ανάπτυξη και με πολύ μικρή παραγωγή.
Το τυποποιημένο ελληνικό ελαιόλαδο, θα μπορούσε, υπό προϋποθέσεις να αυξήσει το μερίδιό του στην τεράστια αυτή χώρα με ισχυρή παρουσία της ομογένειας.
Την αγορά της Αυστραλίας, χαρτογράφησε σε πρόσφατη μελέτη του το Γραφείο Οικονομικών και Εμπορικών Υποθέσεων του Γενικού Προξενείου της Ελλάδας στο Σίδνεϋ. το ελαιόλαδο καταλαμβάνει σημαντική έκταση. Στην έρευνα αγοράς συνολικά για τον κλάδο τροφίμων και ποτών, το ελαιόλαδο καταλαμβάνει σημαντική έκταση.
Παραγωγή
Η παραγωγή ελαιόλαδου στην Αυστραλία έχει σημειώσει σημαντική ανάπτυξη τα τελευταία χρόνια, αντανακλώμενη σε αύξηση, τόσο στον αριθμό όσο και στο μέγεθος των ελαιώνων σε ολόκληρη τη χώρα. Αυτή η επέκταση είναι ιδιαίτερα εμφανής στις πολιτείες της Βικτώριας, της Νότιας Αυστραλίας και της Δυτικής Αυστραλίας, περιοχές που διαθέτουν μεσογειακά κλίματα ιδανικά για την καλλιέργεια της ελιάς και αποδίδουν τη συντριπτική πλειοψηφία της εθνικής παραγωγής. Ο κλάδος αριθμεί περίπου 800 παραγωγούς, με τη συνολική έκταση ελαιώνων να εκτιμάται σε πάνω από 400.000 στρέμματα. Η ετήσια παραγωγή ελαιολάδου παρουσιάζει διακυμάνσεις ανάλογα με τις κλιματικές συνθήκες, ωστόσο, πρόσφατα έφτασε τα 20-25 χιλιάδες τόνους.
Σε όρους αξίας, η παραγωγή ελαιολάδου εκτιμήθηκε σε περίπου 188 εκατ. δολάρια Αυστραλίας (106 εκατ. ευρώ) για την περίοδο 2023-24.
Η εγχώρια ζήτηση αυξάνεται το αυστραλιανό ελαιόλαδο ενισχύει την δημοτικότητά του στις διεθνείς αγορές. Παρά την μικρή παραγωγή της, η Αυστραλία είναι εξάγει σημαντικό μέρος της, σε διάφορες χώρες, κυρίως του βορείου ημισφαιρίου, λόγω εποχικότητας. Οι παραγωγοί έχουν εστιάσει στρατηγικά στην παραγωγή έξτρα παρθένου ελαιολάδου υψηλής ποιότητας.
Αγορά
Η αγορά ελαιολάδου στην Αυστραλία έφτασε τα 475 εκατ. δολάρια Αυστραλίας (297 εκατ. ευρώ) το 2023. Προβλέπεται να αναπτυχθεί με ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης 5,2% έως το 2028, φτάνοντας τα 749 εκατ. δολάρια (468 εκατ. ευρώ). Η κατά κεφαλήν δαπάνη για ελαιόλαδο ανέρχεται σε μόλις 11 ευρώ ετησίως. Η εγχώρια παραγωγική δυναμικότητα έχει αυξηθεί σημαντικά, από 2 εκατομμύρια λίτρα το 2002 σε ένα ρεκόρ περίπου 20-22 εκατομμυρίων λίτρων το 2021. Παρότι η παραγωγή μειώθηκε ελαφρώς το 2022 (~19 εκατομμύρια λίτρα από 10-20 χιλιάδες τόνους ελαιοκάρπου), πλησίασε εκ νέου τα επίπεδα ρεκόρ το 2023.
Καταναλωτικές συνήθειες
Στην αγορά τροφίμων της Αυστραλίας παρατηρείται μια σταθερή στροφή από τα παραδοσιακά ζωικά λίπη προς τα φυτικά έλαια και λίπη, με το ελαιόλαδο να κατέχει δεσπόζουσα θέση στις προτιμήσεις των Αυστραλών καταναλωτών, θεωρούμενο ευρέως ως η πιο υγιεινή επιλογή. Αν και έλαια όπως το κανόλα και το ηλιέλαιο χρησιμοποιούνται ευρύτερα για το καθημερινό μαγείρεμα, το ελαιόλαδο έχει καθιερωθεί ως ένα “ειδικό” προϊόν, απαραίτητο σε ένα σημαντικό ποσοστό των νοικοκυριών. Η παρουσία του ελαιολάδου είναι ισχυρή στην Αυστραλιανή αγορά, καθώς βρίσκεται σε περίπου τα δύο τρίτα των σπιτιών.
Παρά την ευρεία αποδοχή του, το κόστος παραμένει ένα σημαντικό εμπόδιο για ορισμένες ομάδες καταναλωτών. Ιδιαίτερα σημαντικοί χρήστες του προϊόντος είναι οι Αυστραλοί καταναλωτές με μεσογειακή κληρονομιά, για τους οποίους το ελαιόλαδο αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της διατροφικής τους παράδοσης.
Πέρα από την ομάδα μεσογειακής καταγωγής, διακρίνονται επιπλέον έξι διακριτοί τύποι καταναλωτών ελαιολάδου στην Αυστραλία:
Οι Γκουρμέ ερασιτέχνες μάγειρες είναι συνήθως μεσήλικες, με υψηλό μορφωτικό και εισοδηματικό επίπεδο, που δίνουν έμφαση στις γεύσεις και τις υφές, χρησιμοποιούν διάφορα έλαια στη μαγειρική τους και προτιμούν αποκλειστικά εξαιρετικό παρθένο ελαιόλαδο, συχνά σε μικρές, ειδικές συσκευασίες των 500 ml.
Οι καταναλωτές που ακολουθούν συνταγή είναι ηλικίας 20-40 ετών, με υψηλά εισοδήματα και μόρφωση. Αγοράζουν ελαιόλαδο για συγκεκριμένες περιστάσεις ή όταν αυτό απαιτείται από μια συνταγή. Ενώ τείνουν να επιλέγουν τα ειδικά έλαια, είναι επίσης ευαίσθητοι στην τιμή, την οποία, μαζί με τη συσκευασία, χρησιμοποιούν ως δείκτες ποιότητας.
Οι Παραδοσιακοί είναι καταναλωτές μεσαίου εισοδήματος, είτε κάτω των 30 είτε άνω των 50 ετών. Για αυτούς, το ελαιόλαδο αποτελεί κομμάτι της κληρονομιάς τους και οι αγοραστικές τους συνήθειες επηρεάζονται από την οικογενειακή παράδοση. Χρησιμοποιούν εξαιρετικό παρθένο και παρθένο ελαιόλαδο, είναι ευαίσθητοι στην τιμή και προτιμούν μεγάλες συσκευασίες, όπως μπουκάλια των 500 ml ή ακόμα και δοχεία 4 λίτρων.
Οι καταναλωτές με γνώμονα την υγεία είναι κυρίως άτομα με οικογένειες, επαγγελματίες ή άνω των 50 ετών. Η κύρια κινητήρια δύναμη για την κατανάλωση ελαιολάδου είναι τα οφέλη του για την υγεία και η επιθυμία να μαγειρεύουν υγιεινά για τις οικογένειές τους. Επηρεάζονται έντονα από διατροφικές πληροφορίες και, σε μικρότερο βαθμό, από την τιμή.
Μια αναπτυσσόμενη ομάδα καταναλωτών είναι οι αγοραστές με οικολογική συνείδηση, συχνά νεότερης ηλικίας (millennials και Gen Z), με έντονο ενδιαφέρον για τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις των προϊόντων, συμπεριλαμβανομένου του ελαιολάδου. Δίνουν προτεραιότητα σε βιολογικά, αειφόρα και οικολογικά συσκευασμένα προϊόντα και είναι πρόθυμοι να καταβάλουν υψηλότερο τίμημα για προϊόντα που ευθυγραμμίζονται με τις αξίες τους.
Τέλος, οι πειραματικοί καλοφαγάδες είναι ένα ζωντανό τμήμα, συνήθως νεότερων καταναλωτών, που απολαμβάνουν την εξερεύνηση διαφορετικών γαστρονομικών παραδόσεων και γεύσεων. Ελκύονται από το ελαιόλαδο όχι μόνο για τα οφέλη του στην υγεία αλλά και για τον ρόλο του στη διεθνή, και ιδιαίτερα τη μεσογειακή, κουζίνα. Αναζητούν νέες ποικιλίες και καινοτόμα προϊόντα (π.χ., ελαιόλαδα με αρωματικές προσθήκες) και συχνά μοιράζονται τις εμπειρίες τους στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Κύρια κριτήρια των Αυστραλών καταναλωτών είναι η γεύση, η ποιότητα (προτίμηση για εξαιρετικό παρθένο ελαιόλαδο για τα 2/3 περίπου), η προβλεπόμενη χρήση, η συσκευασία, η τιμή (που ευνοεί τα ανταγωνιστικά τοπικά προϊόντα) και η χώρα προέλευσης (με τα ευρωπαϊκά να έχουν ισχυρή φήμη).
Η Αυστραλία είναι καθαρός εισαγωγέας (~128 εκατ. ευρώ το 2023). Η ΕΕ καλύπτει πάνω από το 95% των εισαγωγών (Ισπανία περίπου 80%, ενώ ακολουθούν Ιταλία και Ελλάδα). Στο ελαιόλαδο, είναι μηδενικός ο δασμός εισαγωγής.
Ελληνικά προϊόντα
Η διάθεση ελληνικών προϊόντων στηρίζεται σε ένα δίκτυο εξειδικευμένων εισαγωγέων και διανομέων και στην παρουσία ελληνικών εστιατορίων και καταστημάτων delicatessen, ιδίως σε περιοχές με μεγάλη ελληνική ομογένεια (π.χ., Μελβούρνη, Σίδνεϋ).
Το ελαιόλαδο, οι ελιές και το κρασί έχουν σταθερή παρουσία. Το συνολικό μερίδιο αγοράς παραμένει μικρό, αλλά η αναγνωρισιμότητα και η ζήτηση σε αυτές τις κατηγορίες είναι σημαντική, υποβοηθούμενη από την καλή φήμη της μεσογειακής/ελληνικής διατροφής.
Τιμές
Η τιμή του ελαιολάδου στην Αυστραλία για μία φιάλη 500 ml είναι έως 16 δολάρια Αυστραλίας (9 ευρώ) για το Οικονομικό/Μεσαίο πάνω από 9 ευρώ για το Premium.
Η έρευνα αγοράς του Γραφείου Οικονομικών και Εμπορικών Υποθέσεων του Γενικού Προξενείου της Ελλάδας στο Σίδνεϋ, είναι διαθέσιμη ΕΔΩ.
ΠΗΓΗ: olivenews.gr