Μπορεί ο Τύρναβος να είναι ιδιαίτερα γνωστός για το «μπουρανί» και το τσίπουρο, ωστόσο ήταν μια από τις πλέον παραγωγικές περιοχές της Ελλάδας, με βασικά προϊόντα το μετάξι και την αμπελουργία.
Οι κάτοικοι επεξεργάζονταν το μετάξι και το ύφαιναν. Μαζί με τα μεταξωτά υφάσματα εμπορεύονταν και τα γνωστά «μπουχάσια», βαμβακερά υφάσματα βαμμένα με ριζάρι και τα γαλάζια βαμμένα με λουλάκι. Απαιτούνταν χρόνος και επίμονη εργασία για τις στάμπες-καλούπια, που καθένα ήταν μοναδικό έργο τέχνης. Συνήθως, οι σταμπωτές, που ήταν αυτοδίδακτοι, σκάλιζαν τις στάμπες, οι οποίες ήταν κατασκευασμένες από μαλακό ξύλο (φλαμούρι) ή σκληρό (αγριογκορτσιά). Η στάμπα με βασικό μαύρο περίγραμμα ονομαζόταν «μάνα» ή «μήτρα» και παρουσίαζε το πιο λεπτό σκάλισμα. Τα θέματα αντλούνταν από το ζωικό βασίλειο, από νεοκλασικά, αρχαιοελληνικά και νεότερα μοτίβα.
Ξακουστοί σκαλιστές στον Τύρναβο ήταν ο Λ. Σαΐνης (τέλος 19ου αιώνα) και ο Θ. Ιωαννίδης, που φοίτησε σε σχολείο τέχνης και τα έργα του βραβεύτηκαν δύο φορές στη Διεθνή Εκθεση Θεσσαλονίκης (1931, 1935). Στην εποχή της ακμής τους, τα εργαστήρια απασχολούσαν πολλούς τεχνίτες. Από τον 19ο αιώνα ως το 1950 περίπου ακμάζει και η δαντελοπλεκτική, που στόλιζε την τοπική ενδυμασία (πουκάμισα, μπόλιες, πετσέτες κ.ά.). Είδος δαντέλας με βελόνα ήταν η μπιμπίλα, που κατασκευαζόταν από άσπρη ή χρωματιστή ή χρυσή κλωστή. Η πιο χαρακτηριστική πολύχρωμη μπιμπίλα ήταν τα «κουκάκια», που τα φορούσαν οι γυναίκες στο κεφάλι (κεφαλομάντιλο). Η προμήθεια κουκακίων γινόταν όχι μόνο από χωριά του Νομού Λάρισας, αλλά και εκτός αυτού.
Η μεταξουργία του Τυρνάβου άρχισε να δοκιμάζεται με την ανακάλυψη των συνθετικών υφαντικών υλών, ενώ η αμπελουργία δέχτηκε ισχυρό πλήγμα με τη φυλλοξήρα, που ενέσκηψε πριν από 60 περίπου χρόνια.
Η εκτεταμένη αμπελοκαλλιέργεια θεωρείται ο κύριος συντελεστής της οικονομικής ανάπτυξης του Τυρνάβου, στην οποίο θα πρέπει να προστεθούν η βαμβακοκαλλιέργεια και η πρόοδος της γεωργίας. Υπήρξε εποχή κατά την οποία οι Τυρναβίτες καλλιεργούσαν σε μεγάλη έκταση μουριές για τη μεταξουργία, από την οποία παράγονταν κάθε χρόνο κουκούλια σε μεγάλη ποσότητα, τα οποία προωθούνταν στην Ευρώπη.
Την εποχή της δουλείας δεν ξέφυγαν από το χαράτσι οι Τυρναβίτες αμπελουργοί. Πλήρωναν κι αυτοί τον φόρο κρασιού, το λεγόμενο «κρασομοίρι». Πρόκειται για το μερίδιο του κρασιού (μούστος) που έπαιρνε η τουρκική διοίκηση από τους αμπελοκαλλιεργητές (η δεκάτη στα αμπέλια). Η πληρωμή του κρασομοιρίου γινόταν σε χρήμα πριν από τον τρύγο, δηλαδή πριν ακόμη οι αμπελοκαλλιεργητές συνάξουν τη σοδειά.
Σύμφωνα με όσα αναφέρουν οι ιστορικοί, στον Τύρναβο αλλά και στη Λάρισα δούλευαν τα κόκκινα νήματα, και οι Αμπελακιώτες που απασχολούνταν σε αυτά τα βαφεία, όταν διαπίστωσαν ότι τα κέρδη από τη δουλειά αυτή ήταν σημαντικά, έσπευσαν να δημιουργήσουν σχετικά εργαστήρια στην πατρίδα τους. Αναφέρεται μάλιστα η πληροφορία πως την τέχνη της επεξεργασίας του βαμβακιού και της βαφής των νημάτων την έφεραν στον Τύρναβο από τη Μικρά Ασία Τυρναβίτες τεχνίτες, και από εκεί διαδόθηκε στα Αμπελάκια και στη Ραψάνη.
Την εποχή εκείνη, ο Τύρναβος ήταν μεγάλο εμπορικό και βιοτεχνικό κέντρο, ενώ το εμπόριο και οι τυρναβίτικες βιοτεχνικές επιχειρήσεις πήγαιναν πολύ καλά. Συγκεκριμένα, αναφέρεται ότι το 1810 η φιλοτεχνία ήταν λαμπρή και από τα χειροτεχνεία του Τυρνάβου, όπου κατασκευάζονταν μάλλινα και μεταξωτά υφάσματα, εξάγονταν βαμβακερό νήμα, πανιά και μαντίλια, καθώς και χρωματιστά υφάσματα.
Την ίδια τύχη με τον αμπελακιώτικο συνεταιρισμό, που χρεοκόπησε, είχαν και οι χειροτεχνίες του Τυρνάβου, όπου μάλιστα το 1813 πέθαναν από την πανώλη περίπου 15.000 κάτοικοι της πόλης.