Η Επανάσταση του 1821 σηματοδότησε μια κομβική στιγμή στην ελληνική ιστορία, φέρνοντας στο προσκήνιο μια νέα δυναμική: την ενεργή συμμετοχή των αγροτών.
Πριν από την Επανάσταση, οι αγρότες ζούσαν υπό το καθεστώς της οθωμανικής διοίκησης, αντιμετωπίζοντας αυθαιρεσίες, βαριά φορολογία και ανικανότητα πρόσβασης στη γη. Η Επανάσταση τούς έδωσε την ευκαιρία να διεκδικήσουν την ελευθερία τους και να ονιρευτούν μια καλύτερη ζωή.
Χιλιάδες αγρότες και χωρικοί ακολούθησαν τις επαναστατικές ιδέες και έλαβαν ενεργό μέρος στον Αγώνα για την Ανεξαρτησία. Πολέμησαν με θάρρος και αυτοθυσία, αποτελώντας την πλειοψηφία των αγωνιστών.
Πέρα από την εθνική απελευθέρωση, οι αγρότες ήλπιζαν σε ουσιαστική βελτίωση των συνθηκών διαβίωσής τους. Ονειρεύονταν απαλλαγή από τις αυθαιρεσίες, μείωση της φορολογίας και, κυρίως, απόκτηση πρόσβασης στη γη.
Κατά τη διάρκεια του Αγώνα, οι Εθνοσυνελεύσεις αναγνώρισαν το δικαίωμα των αγροτών στη γη, αφήνοντας ανοιχτό το ενδεχόμενο διανομής της στους ακτήμονες αγωνιστές μετά την απελευθέρωση.
Ωστόσο, η υλοποίηση αυτών των υποσχέσεων καθυστέρησε. Το νεοελληνικό κράτος εθνικοποίησε τις γαίες, παραχωρώντας στους αγρότες μόνο τη χρήση έναντι φόρου.
Η διανομή της γης στους αγρότες εξελίχθηκε σε μείζον ζήτημα, απασχολώντας το ελληνικό κράτος για σχεδόν έναν αιώνα. Η προσάρτηση της Θεσσαλίας και οι Βαλκανικοί Πόλεμοι έφεραν νέες προκλήσεις, ενώ η Μικρασιατική Καταστροφή δημιούργησε την ανάγκη για δραστικές λύσεις.
Η Επανάσταση του 1821 άνοιξε τον δρόμο για την άνοδο των αγροτών στην ελληνική ιστορία. Η διεκδίκηση της γης και η υλοποίηση θεσμικών αλλαγών σημάδεψαν τον 19ο αιώνα, θέτοντας τα θεμέλια για την ανάπτυξη του αγροτικού τομέα και την βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης των αγροτών.
Το μεγαλύτερο μέρος των αγωνιστών της ελληνικής επανάστασης προερχόταν από την τάξη των αγροτών και ο αγώνας για την ανεξαρτησία σηματοδότησε την ανάδυση του αγροτικού κόσμου στην ελληνική ιστορία.
Ο Άγγλος ιστορικός Τζορτζ Φίνλεϊ στην «Ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης» υπογραμμίζει ότι η δύναμη του έθνους έγκειται στον αγροτικό πληθυσμό, ενώ ο ίδιος θα εξάρει την ικανότητα και την αγωνιστικότητα των αγροτικών πληθυσμών να φέρουν εις πέρας την επανάσταση.
Ο Τζώρτζ Φίνλεϋ (1799-1875)Οι Έλληνες αγρότες και χωρικοί ακολούθησαν τις επαναστατικές ιδέες και έλαβαν μέρος τον αγώνα αποτελώντας τη μεγάλη μάζα των αγωνιστών της ελευθερίας, σύμφωνα με τον ιστορικό Δ. Παναγιωτόπουλο.
Προσέβλεπαν στην ουσιαστική βελτίωση των συνθηκών της ζωής τους και κυρίως στην απελευθέρωση από τις αυθαιρεσίες της οθωμανικής διοίκησης, στη μείωση της φορολογίας και στη διανομή της εθνικής γης. Όλες οι εθνοσυνελεύσεις αναγνώρισαν το δικαίωμα των αγροτών στη γη, αφήνοντας ανοιχτό το ενδεχόμενο της διανομής της στους ακτήμονες αγωνιστές μετά την επανάσταση.
Το ελληνικό κράτος θα καθυστερήσει τη διανομή της γης στους αγρότες. Θα εθνικοποιήσει όσα ανήκαν στους οθωμανούς και θα παραχωρήσει στους αγρότες γαίες με αντάλλαγμα τη φορολογία.
Η διανομή θα αναχθεί σε μείζον θέμα όλο το 19ο αιώνα και θα αποκτήσει άλλη διάσταση μετά την προσάρτηση της Θεσσαλίας το 1881, αλλά και μετά την προσάρτηση νέων εδαφών κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων το 1912.
Όπως αναφέρει ο Γιώργος Δερτιλής στην «Ιστορία του Ελληνικού Κράτους», παρά το γεγονός ότι η βάση της διατροφής για τους πληθυσμούς στην Ευρώπη ήταν τα δημητριακά και μετά το 17ο αιώνα η πατάτα, στα ελληνικά νησιά και το μεγαλύτερο μέρος της επικράτειας, οι συνθήκες δεν ευνοούσαν την καλλιέργειά τους.
Η καλλιέργεια ήταν περιορισμένη και εντοπιζόταν στις λίγες πεδιάδες και μόλις κάλυπτε τις διατροφικές ανάγκες λίγων μηνών. Οι οικογένειες καλλιεργούσαν σιτάρι, ζούσαν όμως πάντα με την απειλή της σιτοδείας και του λιμού. Η γεωργία βρισκόταν σε πρωτόγονο στάδιο, με ανεπαρκείς βελτιώσεις: ενώ στην Ευρώπη χρησιμοποιούσαν το σιδερένιο, σπαστό αλέτρι, στην Ελλάδα χρησιμοποιούσαν το ξύλινο, πρωτόγονο, άκαμπτο αλέτρι.
Ο Γ. Δερτιλής συμπληρώνει ότι οι «οι περισσότεροι Έλληνες αγρότες καλλιεργούσαν δημητριακά μόνο στα οριακά τμήματα των κλήρων τους, όσα δεν ήταν κατάλληλα για άλλες, αποδοτικότερες καλλιέργειες. Για να συμπληρώσουν την ποσότητα που χρειαζόντουσαν για να περάσουν τη χρονιά, την αγόραζαν με τα περιορισμένα χρηματικά έσοδα από τα άλλα τους προϊόντα.
Η απόδοση των καλλιεργειών ήταν ασταθής και απρόβλεπτη, με προβλήματα να δημιουργούνται από τις καιρικές συνθήκες, τις ασθένειες των φυτών, αλλά και την υπερπαραγωγή. Η τυπική μέση οικογένεια στηριζόταν στις δύο ή τρεις βασικές καλλιέργειες, δημητρικά-ελαιουργικά-αμπελουργικά και σε συμπληρωματικές δραστηριότητες όπως η οικόσιτη κτηνοτροφία.
Για τις λιγότερο φτωχές περιοχές υπάρχει συστηματική καλλιέργεια τουλάχιστον ενός εμπορευματικού προϊόντος, όπως το ελαιόλαδο, το κρασί και η σταφίδα που αποφέρει επιπλέον εισοδήματα.
Στο κομμάτι της κτηνοτροφίας, η Ελλάδα ήταν μια χώρα χωρίς μεγάλες πεδιάδες, όπως οι ευρωπαϊκές, αλλά ιδανική για τη νομαδική κτηνοτροφία και την αιγοτροφία, κάτι χαρακτηριστικό στη βαλκανική χερσόνησο. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει σε όλες σχεδόν της αγροτικές κοινωνίες οι «πλούσιοι» δεν είναι οι γεωργοί αλλά η κτηνοτρόφοι.
Στατιστικά στοιχεία που αφορούν την Πελοπόννησο: Καταγράφεται από τον Ιωάννη Καποδίστρια ο αριθμός των ιδιόκτητων και εθνικών κτημάτων και δίδονται πληροφορίες για τις κυριότερες καλλιέργειες.
Την περίοδο της Τουρκοκρατίας οι πληθυσμοί των χωρικών ήταν υποχρεωμένοι να καταβάλουν τη δεκάτη: σε κάθε δέκα ίσα μέρη αγροτικής παραγωγής, το ένα μέρος το έπαιρνε ο εκπρόσωπος των Οθωμανών. Αυτό δεν θεωρούταν φόρος, αλλά δικαίωμα ιδιοκτησίας, καθώς όλες οι γαίες ανήκαν στο Σουλτάνος και το κράτος υπενοικίαζε συνήθως το δικαίωμα είσπραξης της δεκάτης σε τοπικούς άρχοντες.
Μετά την επανάσταση το φορολογικό σύστημα έμεινε προσωρινά το ίδιο, ενώ καταργήθηκε ο κεφαλικός φόρος και θεσπίστηκαν από το Βουλευτικό οι εξής φόροι:
Η δεκάτη διατηρήθηκε για όλους τους καρπούς και τα γεννήματα, εκτός από το ρύζι όπου οι αγρότες έπρεπε να δίνουν τα δύο δέκατα της σοδειάς, ενώ όσοι καλλιεργούσαν πρώην τουρκικά κτήματα που είχαν περιέλθει στην κατοχή της διοικήσεως των Ελλήνων έπρεπε να αποδώσουν τα τρία δέκατα.
Όταν ο Καποδίστριας έγινε κυβερνήτης της Ελλάδας βρήκε το λαό αγανακτισμένο τόσο με τους φόρους όσο και με αυτούς που νοίκιαζαν τις γαίες, δηλαδή τους προύχοντες και τους καπεταναίους.
Οι αγρότες ήταν υποχρεωμένοι να παίρνουν από αυτούς την άδεια για το θερισμό, τον τρύγο, το αλώνισμα και τη μεταφορά των προϊόντων και πλήρωναν σε είδος πολύ περισσότερο από το 10% καθώς έπεφταν θύματα εξαπάτησης κατά τη μέτρηση και τη ζύγιση από υπαλλήλους που είχαν δωροδοκηθεί.