Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΠΕΚΕΠΕ, η καλλιέργεια στην Ελλάδα, από τα 36.000 στρέμ. το 2018, μειώθηκε στα 20.000 το 2022 και πλέον αναμένεται περαιτέρω μείωση.
Στην Τενάγη της Ανατολικής Μακεδονίας, όπου για πρώτη φορά πριν από 15 περίπου χρόνια, ξεκίνησε να καλλιεργείται η σόγια, ο παραγωγός Μάριος Τσιπουρόπουλος, ο οποίος ήταν πρωτοπόρος αυτής της καλλιέργειας, είναι ανήσυχος, καθώς βλέπει τις καλλιέργειες του να απειλούνται.
ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΜΟΥΡΑΤΙΔΗ
[email protected]
Όπως λέει ο ίδιος, εδώ και 3 χρόνια, έχει κάνει την εμφάνισή τους δύο άγνωστοι μέχρι στιγμής εχθροί, ένας μύκητας και ένα σκουλήκι, με αποτέλεσμα να μειώσουν πέρσι τη στρεμματική απόδοση στην περιοχή, από τα 450 στα 100 έως 250 κιλά ανά στρέμμα.
Πριν χτυπήσουν τις καλλιέργειες οι δύο εχθροί της σόγιας, μόνο ο Μάριος Τσιπουρόπουλος καλλιεργούσε 600 στρέμματα και τα οικονομικά οφέλη ήταν σημαντικά, τόσο λόγω της υψηλής τιμής που έδιναν τα εργοστάσια βιοντίζελ, όσο και της υψηλής τιμής που έδιναν τα εργοστάσια μεταποίησης του εναπομείναντος καρπού σε σογιάλευρο. Περίπου το 20% του καρπού είναι έλαια και οδηγείται στην παραγωγή βιοντίζελ, ενώ το υπόλοιπο γίνεται σογιάλευρο.
Οι περιοχές της Τενάγης και της Χρυσούπολης στην Καβάλα παράγουν σχεδόν το 90% της σόγιας, η οποία σχεδόν στο σύνολο της παράγεται στη Βόρεια Ελλάδα. Συνολικά, σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΠΕΚΕΠΕ, η καλλιέργεια της σόγιας στην Ελλάδα, από τα 36.000 στρέμματα το 2018, μειώθηκε στα 20.000 στρέμματα το 2022 και πλέον αναμένεται περαιτέρω μείωση εξαιτίας της ασθένειας που οδηγεί πολλούς καλλιεργητές στην εγκατάλειψη της καλλιέργειας. Μέχρι και πριν την εμφάνιση των ασθενειών, με μέσο όρο 450 κιλά ανά στρέμμα, η παραγωγή έφτανε τους 9.000 τόνους ετησίως. Ωστόσο, οι ποσότητες που παράγονται είναι ελάχιστες μπροστά στις ανάγκες της αγοράς, οπότε εισάγονται πάνω από 320.000 τόνοι σπόρου σόγιας και 350.000 τόνοι σογιάλευρου ετησίως.
“Φέτος θα καλλιεργήσω μικρή έκταση.”, λέει ο Μάριος Τσιπουρόπουλος “Μέχρι να βρούμε πως μπορούμε να αντιμετωπίσουμε τους δύο εχθρούς της καλλιέργειας.” Ήδη δείγμα του μύκητα έχει αποσταλεί στο Μπενάκειο Φυτοπαθολογικό Ινστιτούτο, χωρίς όμως να υπάρχει ακόμα κάποια βέβαιη απάντηση. Το ευτυχές είναι ότι ο μύκητας και το σκουλήκι δεν έχουν προσβάλει ακόμα την περιοχή της Χρυσούπολης, όπου οι στρεμματικές αποδόσεις παραμένουν στους μέσους όρους του παρελθόντος. “Ίσως είναι η διαφορά χώματος.”, λέει ο Μάριος Τσιπουρόπουλος, “Δεδομένου ότι στην Τενάγη, το χώμα είναι τυρφώδες και άρα κρατά περισσότερη υγρασία.”
Δύο περιοχές που μέχρι τώρα είχαν λίγα ως καθόλου καλλιέργειες σόγιας, φαίνεται να μπαίνουν στο παιχνίδι. Στην περιοχή των Σερρών αναμένεται αύξηση της καλλιέργειας σόγιας, η οποία μέχρι πρόσφατα δεν κάλυπτε περισσότερα από 3.000 στρέμματα. Ενδιαφέρον έχουν δείξει επίσης και παραγωγοί στη Λάρισα, παρακινούμενοι από την ενίσχυση των 52,9 ευρώ ανά στρέμμα που ισχύει από το 2025.
Καλό νέο: Ξανά στις Συνδεδεμένες η κτηνοτροφική
Ένα καλό νέο για την καλλιέργεια σόγιας, είναι ότι μετά από αρκετές πιέσεις, το Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, έκανε δεκτό το αίτημα του ΓΕΩΤΕΕ για ένταξη της κτηνοτροφικής σόγιας στο καθεστώς της συνδεδεμένης ενίσχυσης. Η νέα τροποποίηση του Στρατηγικού Σχεδίου της ΚΑΠ 2023-2027, που έστειλε η Ελλάδα προς έγκριση στην Κομισιόν, προτείνει τιμή ενίσχυσης 52,9 ευρώ ανά στρέμμα και ο προϋπολογισμός της ενίσχυσης κάθε έτος από το 2025 μέχρι το 2027, θα είναι 1.825.050 ευρώ.
Η εξέλιξη αυτή, ίσως λειτουργήσει ως αντίβαρο στους κινδύνους της καλλιέργειας και αυξήσει το ενδιαφέρον τον παραγωγών, μειώνοντας το αρνητικό ισοζύγιο εισαγωγών από τρίτες χώρες, το οποίο υπολογίζεται κοντά στα 250 εκατομμύρια ευρώ ετησίως. Να αναφέρουμε μάλιστα ότι η σόγια που παράγεται στην Ελλάδα δεν είναι γενετικά τροποποιημένη, ενώ το μεγαλύτερο ποσοστό σόγιας που παράγεται σε τρίτες χώρες είναι από γενετικά τροποποιημένα φυτά. Στόχος του Υπουργείου είναι να φτάσει ξανά η καλλιέργεια τα 34.000 στρέμματα ανά έτος, όπως συνέβαινε το 2018.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ «ΕΛΛΗΝΑΣ ΑΓΡΟΤΗΣ»