Στα 7 ευρώ η περσινή τιμή από τον εκτροφέα στον έμποροι, 10-12 ευρώ στα κρεοπωλεία για τους καταναλωτές
ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ ΤΡΙΜΜΗ ([email protected])
Σε θέσεις… μάχης βρίσκονται οι εκτροφείς γαλοπούλας στην Ελλάδα ενόψει της περιόδου των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς, προκειμένου να διαθέσουν στην αγορά τα προϊόντα τους για το εορταστικό τραπέζι. Ωστόσο περιμένουν να δουν τις τιμές που θα πιάσουν, ελπίζοντας ότι θα είναι ανάλογες με τις περσινές. Όλα αυτά ενώ η κατανάλωση γαλοπούλας έχει συγκεκριμένη περίοδο στη χώρα μας.
«Θα φτάσουμε τα επτά ευρώ και φέτος, όπως πέρυσι; Ελπίζω ότι θα τα καταφέρουμε, αν και δεν μπορούμε να είμαστε ακόμη σίγουροι» αναφέρει στον «Έ.Α.» ο πρόεδρος του πανθεσσαλικού συλλόγου γαλοπούλων ελεύθερης εκτροφής, Δημήτρης Νατσιούλας, που δραστηριοποιείται στην εκτροφή στη Νίκαια Λάρισας. «Βέβαια είχαμε αυξήσεις στις τροφές και στο κόστος παραγωγής τα τελευταία χρόνια, αλλά κάπως δείχνει να σταθεροποιείται η κατάσταση» σημειώνει.
Αυτό που δεν δραστηριοποιείται πάντως είναι ο ανθρώπινος παράγοντας. «Μην νομίζετε ότι έχουν μείνει και πολλοί εκτροφείς γαλοπούλας στην Ελλάδα. Η γαλοπούλα είναι εποχική. Δεν την προτιμούν εδώ και κάμποσα χρόνια οι Έλληνες καταναλωτές και σίγουρα δεν υπάρχει κατανάλωση πέρα από την περίοδο των εορτών των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς. Δεν τρώει ο Έλληνας γαλοπούλα πέρα από τις γιορτές, ενώ δεν ασχολούνται και οι νεότεροι με την εκτροφή. Εγώ φτάνω πλέον τα 70 και λίγοι έχουμε απομείνει» σχολιάζει ο Δημήτρης Νατσιούλας.
Η εκτροφή γαλοπούλας στην Ελλάδα γίνεται κυρίως σε μικρομεσαίες οικογενειακές μονάδες, που βρίσκονται διάσπαρτες στην ηπειρωτική χώρα. Οι περιοχές με έντονη δραστηριότητα περιλαμβάνουν τη Μακεδονία, τη Θεσσαλία και την Ήπειρο, όπου οι συνθήκες είναι κατάλληλες για την εκτροφή πουλερικών. Οι γαλοπούλες εκτρέφονται σε φυσικό περιβάλλον ή σε ημιεντατικές μονάδες, με στόχο την παραγωγή κρέατος υψηλής ποιότητας.
Κι όμως η γαλοπούλα έχει παράδοση στην Ελλάδα, που λέγεται ότι έχει φτάσει στα τέλη του 16ου αιώνα στη χώρα μας, και όχι μόλις τη δεκαετία του 1960 όπως αναφέρεται (το συγκεκριμένο έτος αφορά μόνο την λευκή αμερικάνικης εκτροφής γαλοπούλα)! Πάντως, για ολόκληρες γαλοπούλες και οι εισαγωγές είναι συγκεκριμένες, και ανάλογα την περίοδο στη χώρα μας.
Πάντως, η έναρξη της διάθεση εκτροφής για την περιοχή της Αθήνας αναμένεται ν’ αρχίσει στο δεύτερο δεκαήμερο του Δεκέμβρη, όπως αναφέρει ο κ. Νατσιούλας, και κατά τόπους στις τελευταίες ημέρες πριν τις γιορτές.
Να είναι καλά η… Αλβανία
Αυτό που αποδεικνύεται σωτήριο πάντως για τους Έλληνες παραγωγούς γαλοπούλας είναι η εξαγωγική δραστηριότητα στην Αλβανία, που έχει ζήτηση γαλοπούλων και δη αρσενικών.
«Αν δεν ήταν η Αλβανία δεν θα μπορούσε να επιβιώσει ο κλάδος. Υπάρχει ένα σταθερό ενδιαφέρον από τη γειτονική χώρα για τις αρσενικές γαλοπούλες που έχουν και μεγαλύτερο βάρος» εξηγεί από το Ελευθεροχώρι Λάρισας, ο εκτροφέας Δημήτρης Ταψάς. Μάλιστα, οι Έλληνες εκτροφείς είχαν έρθει σε δύσκολη θέση πριν από λίγα χρόνια, όταν η Αλβανία είχε απαγορεύσει την εισαγωγή γαλοπούλων από την Ελλάδα με το πρόσχημα κινδύνου για γρίπη των πτηνών…
Για αλλαντικά; Ούτε καν…
Με την ιδέα ότι το κρέας γαλοπούλας είναι χαμηλό σε λιπαρά, έχει προωθηθεί η άποψη ότι τα αλλαντικά γαλοπούλας είναι κατάλληλα και για όσους προσέχουν τη διατροφή τους. Αλλά τρώνε αλλαντικά από ελληνικές γαλοπούλες;
«Δύσκολο κάτι τέτοιο. Συνήθως πρόκειται για ποσότητες κρέατος που εισάγονται, από γαλοπούλες που είναι πολύ μεγαλύτερες σε βάρος» όπως σημειώνει ο κ. Ταψάς. Άλλωστε, με τις ποσότητες αλλαντικών γαλοπούλας που έχουν ζήτηση στην Ελλάδα, η ελληνική παραγωγή δεν φτάνει ούτε κατά διάνοια…
Όπως σημειώνει και ο κ. Ταψάς, το κόστος έχει σταθεροποιηθεί κάπως τα τελευταία χρόνια, όσον αφορά την εκτροφή, αλλά η Ελλάδα δεν τρώει γαλοπούλα πέρα από τις γιορτές. Ακόμη και για λόγους κόστους κάποιοι ακόμη και αυτήν την εορταστική περίοδο κοιτούν να προμηθευτούν εισαγόμενα σφάγια…
Μειούμενη η εκτροφή στην Ελλάδα
Μπορεί γενικότερα να υπάρχει παράδοση στην εκτροφή και στην κατανάλωση γαλοπούλας στην Ελλάδα, αλλά σύμφωνα με την ΕΛΣΑΤ και την έρευνα για το ζωικό κεφάλαιο που αφορά το έτος 2022, η εκτροφή του συγκεκριμένου πτηνού στη χώρα μας οδεύει, έστω και οριακά, μειούμενη…
Συγκεκριμένα, οι εκτραφείσες γαλοπούλες το 2021 ήταν 554.573 ενώ το 2022 ήταν 542.142, με τη μείωση να φτάνει το 2,2%. Βέβαια, το ποσοστό αυτό ήταν σαφώς μικρότερο σε σχέση με αυτό που παρουσίασαν ως μείωση οι εκτροφές πάπιας και χήνας. Συγκεκριμένα οι πάπιες είχαν δφτάσει μόλις τις 18.284 το 2021, ενώ το 2022 η μείωση έφτασε το 21,4%, αφού εκτράφηκαν μόλις 14.376. Όσον αφορά τις χήνες, το 2021 είχαν εκτραφεί 23.390 και το 2022 18.207, με τη μείωση να φτάνει το 22,2%. Χάρη στην παραγωγή κοτόπουλου πάντως, στα πουλερικά (εκτός στρουθοκαμήλων), καταγράφηκε το 2022 αύξηση κατά 1,0% το 2022 σε σχέση με το 2021. Συγκεκριμένα, το 2021 και το 2022 παρήχθησαν 241,0 και 243,4 χιλ. τόνοι κρέατος αντίστοιχα, αφού το 2021 είχαν εκτραφεί 36.596.568 κοτόπουλα και το 2022 38.649.420.
Σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και την Eurostat, η εκτροφή γαλοπούλας στην Ευρώπη κατέχει σημαντική θέση στην κτηνοτροφική παραγωγή της ΕΕ. Η παραγωγή κρέατος γαλοπούλας για το 2023 ανήλθε σε περίπου 1,9 εκατομμύρια τόνους, με τη Γερμανία, τη Γαλλία και την Πολωνία να είναι οι μεγαλύτεροι παραγωγοί, αντιπροσωπεύοντας περίπου το 70% της συνολικής παραγωγής. Η Γαλλία ηγείται με παραγωγή 600.000 τόνων, επενδύοντας έντονα σε βιολογικά και ποιοτικά προϊόντα, ενώ και η Ιταλία αποτελεί βασικό ευρωπαϊκό παραγωγό. Η Γερμανία παρήγαγε 450.000 τόνους, με έμφαση στην εντατική εκτροφή για εξαγωγές. Επίσης, στην Πολωνία ανέρχεται σε περίπου 350.000 τόνους, αναδεικνυόμενη ως βασικός εξαγωγέας στην Ευρώπη.
Η Ιταλία είναι ένας σημαντικός παραγωγός κρέατος γαλοπούλας στην Ευρώπη, καταλαμβάνοντας την 6η θέση παγκοσμίως το 2022, με παραγωγή περίπου 211 χιλιάδων τόνων. Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια, η παραγωγή έχει σημειώσει πτωτική τάση: -29% σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος, -30% σε τριετή βάση και -32% σε πενταετή βάση. Αυτή η μείωση οφείλεται σε ποικίλους παράγοντες, όπως το αυξημένο κόστος ζωοτροφών, οι υγειονομικές προκλήσεις όπως η γρίπη των πτηνών και αλλαγές στη ζήτηση.
Οι ελληνικές φυλές
Όπως αναφέρεται σε άρθρο της ελληνικής εταιρία προστασίας και διάσωσης αυτοχθόνων φυλών κατοικιδίων (αγροτικών & οικόσιτων) ζώων «Αμάλθεια», δυστυχώς όπως και για πολλές άλλες αυτόχθονες φυλές ζώων, έτσι και για τις γαλοπούλες η χώρα έδειξε αδιαφορία, με αποτέλεσμα την επικράτηση άγνοιας και την εξαφάνιση δεκάδων ποικιλιών.
Ο πιο διαδεδομένος τύπος που έχει βρεθεί ως τώρα στη χώρα μας είναι ένας ελαφρύς (συνήθως 3-4 κιλών), ανοιχτού έως σκούρου γκρίζου χρωματισμού με μαύρες λωρίδες. Η ιδιαιτερότητα των ντόπιων γαλοπούλων είναι η μεγάλη ικανότητά τους να πετάνε αρκετά ψηλά, με αποτέλεσμα να κουρνιάζουν σε δέντρα και να περνάνε σε ξένες αυλές. Σήμερα, όπως έχει εντοπίσει και η έρευνα της «Αμάλθειας», ψήγματα αυτών των πτηνών εκτρέφονται σε ορισμένα νησιά, σε όλη σχεδόν την ορεινή Πελοπόννησο, Στερεά -ιδίως στην Φθιώτιδα- και Θεσσαλία ενώ ελάχιστες είναι οι πληροφορίες από την υπόλοιπη χώρα. Από περιοχή σε περιοχή υπάρχουν πολλές διαφορές στους πληθυσμούς Αυτές μπορεί να είναι από μορφολογικές έως συμπεριφοράς και χαρακτήρα.
Οι πιο σημαντικοί και αξιοσημείωτοι πληθυσμοί/φυλές με πιο ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που έχουν εντοπιστεί, είναι η «Γαλοπούλα της Λέσβου», η «Λευκή Γαλοπούλα του Αιγαίου», η «Γαλοπούλα της Καρδίτσας και η «Γαλοπούλα των Τρικάλων».
Η λευκή γαλοπούλα της Αμερικάνικης Γεωργικής Σχολής
Εδώ και μερικές δεκαετίες, στην ελληνική αγορά έχει κάνει την εμφάνισή της και η αμερικάνικη λευκή γαλοπούλα, που έφτασε στην Ελλάδα με πρωτοβουλία της Αμερικάνικης Γεωργικής Σχολής Θεσσαλονίκης το 1960.
Όπως επισημαίνεται σε ανακοίνωση της ΑΓΣ, η κατανάλωσή της στο ευρωπαϊκό χριστουγεννιάτικο τραπέζι καθιερώθηκε από τις αρχές του 19ου αιώνα. Γενικότερα, η ΑΓΣ σημειώνει ότι το κρέας της γαλοπούλας είναι χαμηλό σε θερμίδες και λιπαρά, ενώ έχει μεγάλη ποσότητα πρωτεΐνης. Περιέχει σημαντικές ποσότητες ασβεστίου, φωσφόρου, καλίου, νατρίου και ψευδάργυρου. Σε σύγκριση με το κοτόπουλο, η γαλοπούλα έχει περισσότερο νάτριο, λιγότερες θερμίδες, λιγότερη πρωτεΐνη, λιγότερη χοληστερόλη και περισσότερο κάλιο ανά ίση ποσότητα προϊόντος σε σχέση με το κοτόπουλο.