Η μείωση των μικρών καλλιεργειών, πέραν των ίδιων των παραγωγών, πλήττει τον παραγωγικό και κοινωνικό ιστό της χώρας. Η παραγωγή τροφής -που είναι στα χέρια λίγων- και ο κίνδυνος χειραγώγησης των τιμών θα επηρεάσουν, σύμφωνα με τους συνεταιριστές, άμεσα τους καταναλωτές
Οι αγρότες το επόμενο διάστημα θα στήσουν για μία ακόμη φορά μπλόκα. Κάποιοι θα τους ειρωνευτούν, κάποιοι άλλοι θα αγανακτήσουν και λίγοι θα τους ακούσουν – κι ας έχουν να πουν πικρές αλήθειες. Οι πολλοί δεν θα ακούσουν, γιατί, για κάποιον ανεξήγητο λόγο, τους θεωρούν «τρωκτικά» των επιδοτήσεων και… καφενόβιους. Κι όμως, οι αγρότες, οι οποίοι εδώ και 30 χρόνια διαμαρτύρονται, δικαιώθηκαν στις διαπιστώσεις τους ότι δεν έχουν μέλλον και πως το επόμενο διάστημα όλα θα περάσουν σε λίγους, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την τοπική οικονομία αλλά κυρίως για τους καταναλωτές. Αυτοί ήταν που έλεγαν ότι οδηγούμαστε στη γεωργία των καρτέλ, αλλά για πολλούς αυτή η θέση φάνταζε φτηνή δικαιολογία για «επαναστατική γυμναστική».
Είναι χαρακτηριστικό ότι πριν από λίγες μέρες ανακοινώθηκε πως μόνο 17 άτομα εισέπραξαν επιδοτήσεις 3,3 δισ. ευρώ για την περασμένη χρονιά. Αυτή την εξέλιξη τη ζούμε και στην Ελλάδα, όπου, λόγω της μείωσης των επιδοτήσεων και του υψηλού κόστους από το 2007 μέχρι σήμερα, η καλλιέργεια σε μικρά κτήματα μειώθηκε κατά 37%. Αυτή η μείωση, πέραν των άμεσων επιπτώσεων στους ίδιους τους παραγωγούς, πλήττει τον παραγωγικό και κοινωνικό ιστό της χώρας. Και αυτό γιατί η παραγωγή τροφής στα χέρια λίγων ενέχει τον κίνδυνο χειραγώγησης των τιμών, κάτι που θα επηρεάσει, σύμφωνα με τους συνεταιριστές, άμεσα τους καταναλωτές. Παράλληλα, θα αυξήσει την ανεργία στις τάξεις και των αγροτών, υποβαθμίζοντας τη ζωή στην ύπαιθρο… Δεν είναι τυχαίο ότι την περίοδο 2007-2021 στην Ε.Ε. φέρεται ότι χάθηκαν σχεδόν 2 εκατομμύρια αγροκτήματα και 3,8 εκατομμύρια θέσεις εργασίας.
Στη χώρα μας, η οικονομική απόδοση των μικρών ελληνικών αγροκτημάτων ανήλθε το 2021 στο 65%, όμως το 2007 το μερίδιό τους ήταν 87%, με το εισόδημα των ιδιοκτητών των μικτών καλλιεργειών για το ίδιο διάστημα να έχει μειωθεί κατά 29%. Πολλοί από αυτούς που ασχολούνται με αριθμούς υποστηρίζουν ότι είναι καιρός η Ελλάδα να περάσει στη βιομηχανοποιημένη γεωργία. Αυτή όμως η προσέγγιση χρειάζεται παραπέρα μελέτη, κι αυτό γιατί αυτή η μορφή παραγωγής, εκτός των άλλων, εξαιρεί τις ορεινές και μειονεκτικές περιοχές και τα νησιά. Εξαιτίας αυτής της αρνητικής κατάστασης, οι νέοι γυρίζουν την πλάτη στη γεωργία και την κτηνοτροφία, με την Ε.Ε. να προσπαθεί να συμμαζέψει τα ασυμμάζευτα. Η ενασχόληση των νέων με τον πρωτογενή τομέα, όπως επισήμως έχει ανακοινωθεί, είναι μέσα στους στόχους της, και ήδη τα κράτη-μέλη δεσμεύτηκαν να βοηθήσουν περίπου 368.000 νέους αγρότες για την περίοδο 2023-2027.
Μπορεί όμως ο πρωτογενής τομέας να γίνει ελκυστικός για τους νέους; Κάτι τέτοιο φαντάζει δύσκολο, αφού δεν υπάρχει ούτε εξασφαλισμένο εισόδημα ούτε η επιβεβλημένη κατάρτιση, που θα πάει την παραγωγή ένα βήμα παραπέρα, ανταποκρινόμενη στις ανάγκες της εποχής. Για την ώρα, η διαχείριση των αγροτικών εκµεταλλεύσεων στην Ε.Ε. παραµένει οικογενειακή υπόθεση. Σύµφωνα µε τα στοιχεία της Eurostat, τα περισσότερα από τα 9,1 εκατ. ευρωπαϊκά αγροκτήµατα είναι οικογενειακές εκµεταλλεύσεις, που αντιπροσωπεύουν τουλάχιστον το 80% όλων των εκµεταλλεύσεων σε όλη την Ε.Ε., εκτός από την Εσθονία (65%) και τη Γαλλία (58%). Οι χώρες της Ε.Ε. µε τα υψηλότερα ποσοστά οικογενειακών εκµεταλλεύσεων ήταν η Ελλάδα, η Ρουµανία και η Πολωνία (όλες µε ποσοστό περίπου 99% του συνόλου των γεωργικών εκµεταλλεύσεων). Το γεγονός ότι στην Ελλάδα η γεωργία είναι οικογενειακή υπόθεση σημαίνει πως η εγκατάλειψη των μικρών κτημάτων μειώνει το σύνολο του εισοδήματος για κάθε νοικοκυριό, οδηγώντας πολλούς νέους στις μεγάλες πόλεις ή στο εξωτερικό, αναζητώντας διέξοδο από ένα πρόβλημα που δημιουργήθηκε από τις μέχρι τώρα πολιτικές.