Ο Πρόεδρος του Συνδέσμου Βιομηχανιών Τυποποίησης και Συσκευασίας μιλάει στον «Ε.Α» και επισημαίνει ότι «το βασικό πρόβλημα σε αυτή τη φάση είναι η ασάφεια, ακόμα δεν ξέρουμε πως θα γίνει αυτό…»
ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΜΟΥΡΑΤΙΔΗ
[email protected]
Επίσημα πλέον, η Ευρωπαϊκή Ένωση θέσπισε τον Κανονισμό 2025/40, ο οποίος εκδόθηκε στις 22 Ιανουαρίου του 2025 και τίθεται σε ισχύ 11 Φεβρουαρίου του 2025. Ανά άρθρο του κανονισμού υπάρχει ένας οδικός χάρτης που οδηγεί στο πρώτο ορόσημο το 2030 και στη συνέχεια ακολουθούν τα ορόσημα 2035 και 2038, με τελικό το 2040, οπότε και θα πρέπει να έχουν επιτευχθεί όλοι οι στόχοι του Κανονισμού.
Για τα άμεσα αποτελέσματα της εφαρμογής του Κανονισμού και τις μελλοντικές εξελίξεις συνομιλήσαμε με τον κ. Δημήτρη Μαντή, Πρόεδρο του Συνδέσμου Βιομηχανιών Τυποποίησης και Συσκευασίας.
Υπάρχει ανησυχία για το νέο Κανονισμό, δεδομένου ότι όλα δείχνουν πως αυξάνει σημαντικά το κόστος συσκευασίας. Θεωρείτε ότι θα υπάρξουν αλλαγές που θα αλλάξουν αυτήν την εικόνα;
«Ο Κανονισμός 2025/40 έχει γίνει γνωστός ως Packaging and Packaging Waste Regulation (PPWR) και εστιάζει αφενός στην υγιεινή των τροφίμων, όπως αυτή επηρεάζεται από τα υλικά συσκευασίας και αφετέρου στην ανακύκλωση των υλικών συσκευασίας. Στόχος του νέου Κανονισμού δεν είναι μόνο τα υλικά να είναι πλήρως ανακυκλώσιμα, αλλά και στην παραγωγή τους να χρησιμοποιούνται μεγάλες ποσότητες ανακυκλωμένου υλικού. Για παράδειγμα, στις συσκευασίες PET, το ανακυκλωμένο πλαστικό θα πρέπει να είναι το 50% του συνολικού πλαστικού μέχρι το 2040.
Το βασικό πρόβλημα σε αυτή τη φάση είναι η ασάφεια. Είναι δεδομένο ότι το ερχόμενο χρονικό διάστημα θα ακολουθήσουν αρκετές τροποποιήσεις, αλλά και δεκάδες δευτερογενείς νομοθεσίες που θα είναι η εργαλειοθήκη για την εφαρμογή του Κανονισμού. Υπάρχουν απαιτήσεις του Κανονισμού που πραγματικά ξεφεύγουν από τη λογική. Aν τελικά εφαρμόζονταν ο Κανονισμός στην αρχική του μορφή, το κόστος των προϊόντων θα αυξάνονταν εκθετικά».
Ποιες είναι οι θεμελιώδεις παράμετροι του Κανονισμού, στις οποίες πρέπει αρχικά εστιάσουν τα συσκευαστήρια;
«Σύμφωνα, με τον Κανονισμό, το 2030, τα προϊόντα που θα διατίθενται εντός ΕΕ, θα πρέπει να φέρουν σήμανση που θα τα κατηγοριοποιεί ως “A”, “B”, “C”. Στην κατηγορία Α θα περιλαμβάνονται οι συσκευασίες που έχουν το μεγαλύτερο σκορ βιώσιμης παραγωγής. Τα συσκευαστήρια θα πληρώνουν εισφορές στα συλλογικά συστήματα εναλλακτικής διαχείρισης ανάλογα με την παραπάνω κατάταξη. Άρα όσο πιο βιώσιμες οι συσκευασίες, τόσο λιγότερες οι εισφορές.
Ωστόσο, οι προϋποθέσεις ώστε ένα προϊόν να κατατάσσεται σε μια από τις παραπάνω κατηγορίες, θα είναι γνωστές σε 2 χρόνια από σήμερα. Άρα πολύ κοντά στο 2030. Αυτό σημαίνει ότι τα συσκευαστήρια θα πρέπει να αρχίσουν άμεσα να πειραματίζονται με νέα υλικά και να καταγράφουν με επιστημονικό τρόπο τα αποτελέσματα αυτού του πειραματισμού. Η διαφορά σε σχέση με σήμερα θα είναι ότι ένα υλικό θα πρέπει να αποδείξει την αξία του με αξιολογικά συστήματα αναφοράς και όχι κατά δήλωση του κατασκευαστή του. Μέχρι τώρα, κυρίως στην Ελλάδα, λόγω ελλιπών ελέγχων, τα υλικά που χρησιμοποιούνται στις συσκευασίες είναι τόσο βιώσιμα όσο δηλώνει ο κατασκευαστής. Το πιθανότερο είναι ότι αυτό θα συνεχίσει να συμβαίνει, οπότε τα συσκευασμένα προϊόντα που διακινούνται στην ελληνική αγορά δεν θα αντιμετωπίσουν μεγάλα προβλήματα. Όμως, τα προϊόντα που προορίζονται για εξαγωγές, απλά δεν θα μπορούν να φτάσουν στη χώρα προορισμού».
Οι πειραματισμοί συχνά σημαίνουν επενδύσεις. Είναι μεγάλο το ύψος των επενδύσεων που πρέπει να γίνουν από τα συσκευαστήρια;
«Ο πειραματισμός με νέα υλικά συσκευασίας επηρεάζει πρώτιστα την παραγωγικότητα, καθώς οι μηχανές συσκευασίες δεν ανταποκρίνονται όπως είναι μαθημένες. Τα περισσότερα από τα πειράματα που έχουν γίνει ήδη, έχουν ως αποτέλεσμα μείωση της παραγωγικότητας μέχρι και 50%. Επιπλέον παράγοντες που παίζουν ρόλο, είναι το κόστος των νέων υλικών και τα απορρίμματα που δημιουργούν. Είναι πολύ πιθανό, το συσκευαστήριο να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι χρειάζεται αναβάθμιση του υπάρχοντος εξοπλισμού ή αγορά νέου. Αυτό σημαίνει μεγάλη επένδυση κεφαλαίου, η οποία μαζί με κάποιους από τους παραπάνω παράγοντες θα επηρεάσει σημαντικά την τελική τιμή του προϊόντος. Είναι έτοιμοι οι καταναλωτές να πληρώσουν αυτήν την αύξηση, πάνω σε αυξήσεις που έχουν δημιουργηθεί ήδη από άλλους παράγοντες, όπως οι ελλείψεις πρώτων υλών και η αύξηση του κόστους ενέργειας; Αυτό είναι ένα ερώτημα που δεν μπορούμε να απαντήσουμε.
Πέρα όμως από την αύξηση του κόστους, ο Κανονισμός δημιουργεί προβλήματα που αυτή τη στιγμή δεν έχουν πρακτική λύση. Τα λιπάσματα για παράδειγμα θα πρέπει να συσκευάζονται σε επαχρησιμοποιούμενα σακιά. Πως θα γίνεται η αποθήκευση και συλλογή αυτών των σακιών; Ένα δεύτερο παράδειγμα αφορά την κατάργηση του πλαστικού μιας χρήσης σε συσκευασίες κάτω από 1,5 κιλό. Δεδομένου ότι έχουμε περιορισμένες γνώσεις για τα νέα υλικά συσκευασίας, πως θα γνωρίζουν οι συσκευαστές, αν το υλικό που θα χρησιμοποιούν είναι ασφαλές για την ανθρώπινη υγεία;»
Μπορεί ο Τράμπ να αλλάξει τα πράγματα;
«Ο νυν Πρόεδρος των ΗΠΑ ξεκαθάρισε εξ αρχής ότι τα περί πράσινης ανάπτυξης είναι υπερβολές και έχουν δημιουργήσει σημαντικά προβλήματα στην ανάπτυξη της ΕΕ. Έχει δίκιο ή δεν έχει δεν είναι μεγάλης σημασίας, γιατί τελικά θα εφαρμόσει τη δική του άποψη. Αυτό σημαίνει ότι τα πράσινα προϊόντα της ΕΕ θα είναι πιο ακριβά και επομένως λιγότερο ανταγωνιστικά στις αγορές εκτός ΕΕ. Η Τουρκία ή η Αίγυπτος για παράδειγμα θα μπορούν να στέλνουν συσκευασμένα προϊόντα στην ΕΕ σε χαμηλότερες τιμές από τις τιμές που θα εξάγει η ΕΕ».
Υπάρχει πιθανότητα αυτή η κατάσταση να οδηγήσει σε άτυπη ακύρωση του Κανονισμού;
«Απίθανο. Ωστόσο, είναι σχεδόν σίγουρο ότι πολλά θα αλλάξουν στον Κανονισμό σε σχέση με τον αρχικό σχεδιασμό».
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ «ΕΛΛΗΝΑΣ ΑΓΡΟΤΗΣ»