Σε μια εποχή που όλα αλλάζουν στον αγροτικό τομέα η Ελλάδα κινείται σε πρωτόγονους ρυθμούς σε σχέση με τις άλλες χώρες της Ε.Ε. μαζί με την Ρουμανία. Και στις δύο χώρες οι αγρότες στηρίζονται σε ποσοστό 94,1% στην πρακτική εμπειρία παρά στην εκπαίδευση.
Σε αντίθεση με την Ελλάδα, η Ολλανδία η οποία κυριαρχεί στον πρωτογενή τομέα περισσότεροι από το 80% των αγροτών έχουν εξειδικευμένη εκπαίδευση. Σύμφωνα με μελέτη του οργανισμού έρευνας και ανάλυσης “διαΝΕΟσις” οι πλέον εκπαιδευμένοι αγρότες είναι στην Ολλανδία ,τη Γερμανία, την Γαλλία, το Λουξεμβούργο και την Τσεχία.
Στην Ελλάδα αν και ο πρωτογενής τομέας απασχολεί το 11% του εργατικού δυναμικού και συνεισφέρει περί τα 14 δισ. ευρώ στο ΑΕΠ, η προσαρμογή στις μεταβαλλόμενες συνθήκες που έχουν να κάνουν με την κλιματική αλλαγή και τον ανταγωνισμό είναι το μεγάλο ζητούμενο. Διαβάστε Το Κείμενο Πολιτικής (PDF)
Οι μελετητές του οργανισμού ,αξιολογώντας τα στατιστικά στοιχεία υπογραμμίζουν την ανάγκη βελτίωσης και επέκτασης των τοπικών θεσμών αγροτικής εκπαίδευσης. Όπως διαπιστώνουν υπάρχουν τεχνολογικές εξελίξεις που ανατρέπουν παραμέτρους που θεωρούνταν δεδομένες επί δεκαετίες, αν όχι αιώνες. Η ανάπτυξη εργαλείων γεωργίας ακριβείας, με τη χρήση drones, GPS, αισθητήρων και δορυφορικών δεδομένων, επιτρέπουν την πιο αποτελεσματική διαχείριση του νερού ή των λιπασμάτων. Τα ρομπότ αποδεικνύονται αποτελεσματικοί βοηθοί στη συγκομιδή, στην αποψίλωση και στον έλεγχο για παράσιτα. Τέλος, η τεχνητή νοημοσύνη και η ανάλυση δεδομένων βοηθούν τόσο στην καλή διαχείριση των καλλιεργειών, π.χ. με την έγκαιρη αναγνώριση των ασθενειών, όσο και στην πιο αποτελεσματική διάθεσή τους στην αγορά.
Ένας από τους παράγοντες που αλλάζει χρόνο με τον χρόνο τα δεδομένα είναι η κλιματική αλλαγή . Η μεταβολή της θερμοκρασίας και η συχνότερη εμφάνιση ακραίων φαινομένων απαιτούν νέα προσέγγιση στην ασφάλεια των καλλιεργειών και στη διαχείριση των πόρων. Όμως, η πρόληψη των συνεπειών είναι μόνο η μία πλευρά του νομίσματος – η γεωργία πρέπει γρήγορα να αλλάξει σημαντικά το μοντέλο παραγωγής της και να προσαρμοστεί η ίδια σε βιώσιμες πρακτικές καλλιέργειας, όπως η αγροδασοπονία και η χρήση οργανικών λιπασμάτων. Οι ανάγκες για ταυτόχρονη αύξηση της παραγωγικότητας, μείωση των εκπομπών ρύπων και ενίσχυση της ανθεκτικότητας αποτελούν έναν απαιτητικό γρίφο, του οποίου η λύση περιλαμβάνει πρακτικές όπως η χρήση ανθεκτικών σπόρων, η αποδοτική άρδευση με υδροπονικές μεθόδους και η αμειψισπορά. Ακόμη, νέες καταναλωτικές συνήθειες, όπως η vegetarian ή η vegan διατροφή από αυξανόμενο μέρος του πληθυσμού απαιτούν επίσης προσαρμογές.
Όλες οι παραπάνω αλλαγές δημιουργούν νέες ανάγκες όχι μόνο σε εξοπλισμό, αλλά κυρίως σε ανθρώπους. Νέες ειδικότητες, όπως ο διαχειριστής βιώσιμης καλλιέργειας, ο ειδικός στη γεωργία ακριβείας, ο ειδικός στην αγροοικολογία, ο εμπειρογνώμονας υδροπονίας ή ο σύμβουλος ανάπτυξης αγροτικών επιχειρήσεων δεν αποτελούν τελικά επαγγέλματα του μέλλοντος, αλλά του παρόντος. Επιπλέον, οι μεγάλες αλλαγές αφορούν και την “καρδιά” του ρόλου του αγρότη, ο οποίος αλλάζει και γίνεται από τεχνίτης εφαρμοσμένος επιστήμονας. Με τον νέο ρόλο του ο αγρότης καλείται να συνδυάσει την παραδοσιακή γεωργική τεχνογνωσία με πολλές επιπλέον παραμέτρους. Σε αυτό το πλαίσιο, διαδεδομένα στερεότυπα για τον ρόλο των αγροτών στον σύγχρονο κόσμο όχι απλώς δεν βοηθούν αλλά, τελικώς, εμποδίζουν τις απαραίτητες υπερβάσεις.
Τα αρνητικά σημεία του πρωτογενή τομέα στην Ελλάδα
Οι καλύτερα εκπαιδευμένοι μπορούν να στραφούν πιο εύκολα σε καινοτόμες καλλιέργειες, να προσελκύσουν περισσότερες επενδύσεις και να αυξήσουν τις εκμεταλλεύσεις τους, ή να δώσουν πιο μεγάλη σημασία στη βιωσιμότητα.
Σύμφωνα με την τελευταία ανάλυση της διαΝΕΟσις για τον αγροτικό τομέα στην Ελλάδα τα προβλήματα είναι σημαντικά για τη χώρα μας καθώς οι πολύ μικρές και κατακερματισμένες αγροτικές εκμεταλλεύσεις, η μεγάλη ηλικία των αγροτών, η υστέρηση σε επενδύσεις και καινοτομία καθώς και η αύξηση του κόστους παραγωγής λόγω του πρόσφατου πληθωρισμού, συνθέτουν μια αρνητική εικόνα για τους αγρότες.
Η πλέον αρνητική εξέλιξη είναι το πολύ χαμηλό ποσοστό καλά εκπαιδευμένων Ελλήνων αγροτών αποτελεί επίσης μια βασική τέτοια πρόκληση: Σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat, μόνο 0,7% έχει λάβει πλήρη αγροτική εκπαίδευση ενώ ο ευρωπαϊκός μέσος όρος είναι 14 φορές μεγαλύτερος, στο 10,2%, και σε χώρες όπως η Γαλλία και η Ολλανδία άνω του 30% των αγροτών έχουν λάβει πλήρη εκπαίδευση. Η διαχείριση του σημαντικού αυτού προβλήματος ασφαλώς συνδέεται και με τη λύση σε πολλά από τα υπόλοιπα διαπιστωμένα προβλήματα. Καλύτερα εκπαιδευμένοι αγρότες μπορούν να στραφούν πιο εύκολα σε καινοτόμες καλλιέργειες, να προσελκύσουν περισσότερες επενδύσεις και να αυξήσουν τις εκμεταλλεύσεις τους, ή να δώσουν πιο μεγάλη σημασία στη βιωσιμότητα.
Το περίεργο για την Ελλάδα είναι οτι υπάρχουν αρκετοί θεσμοί εκπαίδευσης διάφορων βαθμίδων, οι οποίοι παράγουν σημαντικό έργο. Ειδικότητες αγροτικής παραγωγής υπάρχουν στα Επαγγελματικά Λύκεια (ΕΠΑΛ), ενώ και στα Γενικά Λύκεια κάποια μαθήματα επιλογής αφορούν τις γεωπονικές επιστήμες. Αντίστοιχα, σχετικά προγράμματα είναι διαθέσιμα και στις Σχολές Ανώτερης Εκπαίδευσης και Κατάρτισης (ΣΑΕΚ, πρώην ΙΕΚ), ενώ υπό λίγο διαφορετικό καθεστώς λειτουργεί και η ΣΑΕΚ του ΕΛΓΟ ΔΗΜΗΤΡΑ, που υπάγεται στο Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων. Φυσικά, στα ελληνικά πανεπιστήμια, όπως στο Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών ή στο Αριστοτέλειο της Θεσσαλονίκης, επίσης λειτουργεί πλήθος πτυχιακών και μεταπτυχιακών προγραμμάτων με αντίστοιχο προσανατολισμό. Τέλος, τα Κέντρα Διά Βίου Μάθησης (ΚΔΒΜ) των πανεπιστημίων, αλλά και τα κέντρα ΔΗΜΗΤΡΑ, που ανήκουν στον ΕΛΓΟ ΔΗΜΗΤΡΑ, προσφέρουν πιο ευέλικτα και στοχευμένα εκπαιδευτικά προγράμματα κατάρτισης και επιμόρφωσης.
Ωστόσο, το χάσμα με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες είναι πολύ μεγάλο και για μα μειωθεί θα πρέπει να γίνει λεπτομερής “χαρτογράφηση” και ανάλυση των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών των θεσμών αγροτικής εκπαίδευσης έξι διαφορετικών ευρωπαϊκών χωρών καταλαμβάνει τον περισσότερο χώρο του κειμένου και αποτελεί, κατά κάποιον τρόπο, την “υπεραξία” του. Με αυτό τον τρόπο αναδεικνύονται χρήσιμα στοιχεία τους, τα οποία πιθανόν καλύπτουν ανάγκες και της ελληνικής εκπαίδευσης. Από τη μελέτη αυτή η Ελλάδα έχει μνα μάθει πολλά από τον τρόπο που εκπαιδεύουν τους αγρότες τους η Γαλλία, η Γερμανία, η Ολλανδία, η Ισπανία, η Ιταλία και η Δανία;
Παρά το γεγονός ότι όλοι στη χώρα μας γνωρίζουν ότι οι αγρότες στερούνται εκπαίδευσης μέχρι σήμερα δεν έχει γίνει τίποτε το ουσιαστικό για όσους απασχολούνται ήδη στον πρωτογενή τομέα. Τα σεμινάρια που διοργανώνονται κινούνται περισσότερο στη λογική “να δώσουμε ένα χαρτί στα παιδιά” χωρίς κανένα αντίκρισμα.
Oι προτάσεις για εκπαιδευτικά κέντρα σε πέντε Περιφέρειες
Οι μελετητές προτείνουν τη δημιουργία πέντε τέτοιων κέντρων στη Θεσσαλία, στην Κρήτη, στη Μακεδονία, στην Πελοπόννησο και στο Αιγαίο. Το καθένα από αυτά θα εστιάζει σε καλλιέργειες και πρακτικές συναφείς με την κάθε περιοχή (π.χ. της Κρήτης στις ελιές, στα αμπέλια και στα θερμοκήπια), ενώ θα είναι εξοπλισμένο με εργαστήρια, πειραματικά αγροκτήματα και κέντρα καινοτομίας, και θα συνδέεται επίσης με τις τοπικές επιχειρήσεις.
Σύμφωνα με την πρόταση, προβλέπονται τρία επίπεδα εκπαίδευσης. Το πρώτο από αυτά αφορά μια βασική διετή κατάρτιση με χαρακτηριστικά διττού συστήματος που θα εισαγάγει τους σπουδαστές σε νέες τεχνολογίες αλλά και σε βασικές αρχές της επιχειρηματικότητας. Το δεύτερο αφορά πιο εξειδικευμένη κατάρτιση, όπου οι σπουδαστές μέσα σε ένα ή δύο έτη θα μπορούν να εξειδικεύονται σε συγκεκριμένες καλλιέργειες και σε συστήματα ακριβείας. Τέλος, το τρίτο επίπεδο θα προσφέρει ευκαιρίες για διά βίου μάθηση και επανακατάρτιση με σεμινάρια, εργαστήρια και ευρωπαϊκά προγράμματα ανταλλαγής τεχνογνωσίας.
Επίσης προτείνεται η δημιουργία μιας ολοκληρωμένης πλατφόρμας όπου οι χρήστες θα μπορούν να βρουν, μεταξύ άλλων, διαδραστικά online μαθήματα.
Η χρηματοδότηση της μεταρρύθμισης και οι τρεις φάσεις του συστήματος
Προτείνεται ένα μοντέλο χρηματοδότησης της μεταρρύθμισης, το οποίο προβλέπει 40% ευρωπαϊκή χρηματοδότηση, 30% χρηματοδότηση από εθνικούς πόρους, 20% χρηματοδότηση από συμπράξεις με τον ιδιωτικό τομέα και 10% από έσοδα του ίδιου του συστήματος.
Η εφαρμογή ενός τέτοιου συστήματος χωρίζεται σε τρεις φάσεις χωρίζεται . Η πρώτη από αυτές αφορά κυρίως το θεσμικό πλαίσιο και την ανάπτυξη των προγραμμάτων σπουδών και υπολογίζεται ότι θα κρατήσει δύο χρόνια. Η δεύτερη περιλαμβάνει την πλήρη λειτουργία των πέντε έξυπνων αγροτικών κέντρων. Η τρίτη περιέχει την επέκταση του δικτύου των κέντρων και την έναρξη των διεθνών συνεργασιών.
ΤΟΥ ΜΠΑΜΠΗ ΝΙΚΟΛΟΠΟΥΛΟΥ
[email protected]